-
1 религиозный
-
2 религиозный
επ., βρ: -зен, -зна, -оθρησκευτικός•-ые обряды θρησκευτικές τελετές•
религиозный человек θρησκευτικός άνθρωπος•
-ые войны θρησκευτικοί πόλεμοι•
религиозный культ θρησκευτική λατρε ία.
-
3 проповедь
проповедьж1. рел. τό θεῖο[ν] κήρυγμα, ὁ θρησκευτικός λόγος·2. перен ἡ διδαχή, ἡ νουθεσία -
4 релнгиозный
релнгиозн||ыйприл θρησκευτικός, θρήσκος, θεοσεβής:\релнгиозныйый обряд ἡ θρησκευτική τελετή· \релнгиозныйый культ τό θρήσκευμα. -
5 религиозный
[ριλιγκιόζνυϊ] εκ. θρησκευτικός -
6 религиозный
[ριλιγκιόζνυϊ] επ θρησκευτικός -
7 богослужебный
επ.θρησκευτικός• ιερός•-ые книги θρησκευτικά βιβλία.
-
8 Божественный
κ. божественный επ., βρ: -вен, -венна, -венно1. θεϊκός, θείος• "-ая комедия" η "θεία κωμωδία".2. θρησκευτικός εκκλησιαστικός•-ые книги τα θρησκευτικά βιβλία.
3. αανεμορφος, εξαίσιος, θεσπέσιος. -
9 брак
брак 1-а α.γάμος• παντριά•церковный θρησκευτικός γάμος•
гражданский брак πολιτικός γάμος•
законный брак νόμιμος γάμος•
брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•
неравный брак ανισογαμία•
фиктивный брак λευκός γάμος•
вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•
состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•
расторгнуть брак διαλύω το γάμο.
брак 2-а α.το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα). -
10 гражданский
επ.1. πολιτικός• αστικός•-ие законы πολτική δικονομία•
-ое право αστικό δίκαιο•
гражданский кодекс αστικός κώδικας•
гражданский долг το χρέος του πολίτη•
акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•
-ие власти οι πολιτικές αρχές•
гражданский иск πολιτική αγωγή.
2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•-ая служба πολιτική υπηρεσία•
гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•
-ое платье πολιτική ενδυμασία.
3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•гражданский брак πολιτικός γάμος.
εκφρ.- ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων). -
11 духовный
επ.1. πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός•духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου•
-ая близость πνευματική συγγένεΐα.
2. θρησκευτικός, εκκλησιαστικός κληρικός•духовный сан ιερατικό αξίωμα•
-ые книги θρησκευτικά βιβλία•
-ая музыка εκκλησιαστική μουσική•
-ая цензура κληρική λογοκρισία•
-ое лицо ο εκκλησιαστικός•
-ое училище ιερατική σχολή.
3. ουσ. θ. -ая η διαθήκη.εκφρ.- ое завещание – διαθήκη•духовный отец – βλ. духовник духовный сын, -ая дочь ο εξομολογούμενος, η εξομολογούμένη. -
12 конфессиональный
επ. παλ. εκκλησιαστικός, θρησκευτικός, ιερατικός•-ые школы ιερατικές σχολές ή θεολογικές σχολές.
-
13 культовый
επ.λατρευτικός, της λατρείας• θρησκευτικός•-ые здания οι ναοί•
-ая музыка εκκλησιαστική μουσική.
-
14 набожный
επ. βρ: -жен, -жна, -жно.1. θρησκευτικός, φιλόθρησκος.2. θεοσεβής,ευσεβής, θεοφοβούμενος, ευλαβής, -ικός. || μτφ. θεϊκός, υπέροχος, θεσπέσιος, σαν θεός, θεά. -
15 омовение
-я ουδ.θρησκευτικός καθαρισμός (μέρους του σώματος με πλύσιμο), αγνισμός. || πλύσιμο• νύψιμο. -
16 рефлекс
-а α.1. το ανακλαστικό. || κίνηση ανακλαστική.2. αντανάκλαση•религиозный мир рефлекс - реального мира ο θρησκευτικός κόσμος είναι αντανάκλαση του αντικειμενικού (υπαρκτού) κόσμου.
3. ανταυγαστήρας•цветовые -ы έγχρωμες αντανακλάσεις.
4. βλ. рефлекция.εκφρ.безусловные -ы – απλό ή μη εξαρτημένο ανακλαστικό•условный рефлекс – εξαρτημένο ανακλαστικό. -
17 реформатор
-а α.μεταρρυθμιστής (κοινωνικός, θρησκευτικός κλπ.). -
18 священный
επ., βρ: -щен, -щенна, -щенно; ιερός•- ые книги τα ιερά (ή εκκλησιαστικά) βιβλία•
-ая утварь ιερά σκεύη•
-ая воина α) θρησκευτικός πόλεμος, β) ιερός πόλεμος (υπέρ πατρίδας κ.τ.τ.)•
священный долг ιερό καθήκο•
-ая обязанность ιερή υποχρέωση.
εκφρ.,ая история – ιερή ιστορία. -
19 секуляризационный
επ. (για εκκλησ. ιδιοκτησία) της κρατικοποίησης, της κοινωνικοποίσης. || πολιτικού, ιδιωτικού χαρακτήρα, μη θρησκευτικός. -
20 талмуд
-а α.το ταλμούδ (εβραϊκός θρησκευτικός κώδικας).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρησκευτικός — ή, ό (Μ θρησκευτικός, ή, όν) [θρησκεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρησκεία («θρησκευτικές τελετές») 2. ευσεβής, θεοσεβής νεοελλ. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θρησκευτικά το μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία σχετικά με τη θρησκεία. επίρρ...… … Dictionary of Greek
θρησκευτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη θρησκεία: Θρησκευτική τελετή. – Επέδειξε ιδιαίτερο θρησκευτικό ζήλο. – Εκτελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα. 2. θρήσκος, αυτός που θρησκεύει: Θρησκευτικός λαός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωολατρία — Θρησκευτικός όρος που αναφέρεται στη θεοποίηση των ζώων και στην απόδοση λατρείας σε αυτά, που οφείλεται είτε στην εξαιρετική τους δύναμη είτε στην υπεροχή τους ως προς κάποια ιδιότητα έναντι του ανθρώπου. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, έχοντας διακρίνει … Dictionary of Greek
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
Ερρίκων, Πόλεμος των τριών- — Θρησκευτικός πόλεμος στη Γαλλία με πρωταγωνιστές τον Ερρίκο Γ’ του Βαλουά, τον Ερρίκο των Βουρβόνων και τον Ερρίκο της Γκιζ. Ο πόλεμος άρχισε το 1586 και τελείωσε το 1587. Βλ. λ. Ερρίκος (όνομα τεσσάρων βασιλιάδων της Γαλλίας)· Γαλλία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… … Dictionary of Greek