Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

θησαυροῦ

  • 1 θησαυρού

    θησαυρός
    store: masc gen sg

    Morphologia Graeca > θησαυρού

  • 2 θησαυροῦ

    θησαυρός
    store: masc gen sg

    Morphologia Graeca > θησαυροῦ

  • 3 θησαυρός

    -οῦ + N 2 3-34-22-19-15=93 Gn 43,23; Dt 28,12; 32,34; Jos 6,19.24
    treasure Gn 43,23; treasury Jos 6,19; granary, magazine Neh 10,40; θησαυροί secret, hidden places Ps 134(135),7
    *JgsB 18,7 θησαυροῦ treasures-אצר for MT עצר oppression?
    Cf. BICKERMAN 1944=1980 163; →NIDNTT; TWNT

    Lust (λαγνεία) > θησαυρός

  • 4 μέτρημα

    A measured distance, E. Ion 1138; measurement,

    λίθοι.. ὧν μ. στερεὸν πόδες ἑπτακόσιοι Supp.Epigr.4.446.11

    (Didyma, ii B. C.).
    2 measure, allowance, dole, E.IT 954; soldier's rations, Plb.6.38.3, OGI229.106 (Smyrna, ii B. C.), PLond. 1.23.26 (ii B. C.); pay, Plb.9.27.11: in pl., deliveries in kind, POxy. 1221.4 (iii/iv A. D.): sg., amount so delivered, PCair.Zen.223.5 (iii B. C.); μ. θησαυροῦ Ostr.Bodl. v D9 (i A. D.), al.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτρημα

  • 5 συναίρεμα

    A aggregate, sum,

    μονάδων Olymp. in Phlb. p.284

    S., cf. Dam.Pr.4; total, πυροῦ, σιτικῶν, PTeb.340.5 (iii A.D.), Wessely Karanis p.11, cf. BGU 1626 (iii A.D.), PFlor.35.12 (prob. l., v.Arch.Pap.4.430 (ii A.D.)); also [full] συναίρη( [full] μα)

    θησαυροῦ Ostr.Bodl. iii 157

    (ii A.D.).
    II = sq. 4, Eust.1447.52.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναίρεμα

  • 6 ἐνοίκιος

    A in the house, keeping at home, ἐ. ὄρνις dunghill cock, A.Eu. 866.
    II as Subst.,
    1 ἐνοίκιον, τό, house-rent, Lys.Fr. 27, Is.6.21, D.48.45, AP11.251 (Nicarch.), Plu.Sull.1: pl., BCH6.10 (Delos, ii B. C.), Ps.-Luc.Philopatr.20, POxy.104.15 (i A. D.): metaph.,

    τῷ σώματι τελεῖ ἐ. ἡ ψυχή Thphr.

    ap. Plu.2.135e; rent in general, ἀποθήκης, θησαυροῦ, BGU32.3, PTeb. 520.
    b allowance in lieu of quarters, IG11(2).144.27 (Delos, iv B. C.).
    2 ἐνοίκιον, τό, dwelling, D.P.668.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνοίκιος

  • 7 ὑπέρ

    ὑπέρ [], [dialect] Ep. also [full] ὑπείρ, used by Hom. (metri gr.) only in the phrase ὑπεὶρ ἅλα (v. ὑπείρ); Arc. [full] ὁπέρ (q. v.): in [dialect] Aeol. replaced by περί (v.
    A

    περί A.

    V): Prep. governing gen. and acc., in Arc. also dat. (Cf. Skt. upaári 'above', Goth. ufar, OE. ofer 'over':—from it are formed the [comp] Comp. and [comp] Sup. ὑπέρτερος, -τατος, also Adv. ὕπερθεν, and Nouns ὑπέρα, ὕπερος.)
    A WITH GENIT.,
    I of Place, over;
    1 in a state of rest, over, above, freq. in Hom.,

    βάλε.. στέρνον ὑ. μαζοῖο Il.4.528

    ; χιτωνίσκους ἐνεδεδύκεσαν ὑ. γονάτων not reaching to the knees, X.An.5.4.13;

    ἕστηκε.. ὅσον τ' ὄργυι' ὑ. αἴης Il.23.327

    ;

    εἴθ' ὑ. γῆς, εἴτ' ἐπὶ γῆς, εἴθ' ὑπὸ γῆς Thphr.Ign.1

    ; στῆ δ' ἄρ' ὑ. κεφαλῆς stood over his head as he lay asleep, Il.2.20, Od.4.803, al.;

    πασάων ὕ. ἥ γε κάρη ἔχει 6.107

    ;

    ὑ. πόλιος, ὅθι Ἕρμαιος λόφος ἐστίν, ἦα 16.471

    ; ὑ. κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο διεξελαύνοντι over head, i. e. over the gateway, Hdt.1.187;

    ὑ. τῆς ὀροφῆς IG12.373.246

    ; ὑ. τοῦ ἀγάλματος ib.264;

    ὄρος τὸ ὑ. Τεγέης Hdt.6.105

    ; τὰ ὑ. κεφαλῆς the higher ground, X.Ages.2.20; Ἰονίας ὑ. ἁλὸς οἰκέων on the Ionian sea, i.e. on its shores, Pi.N.7.65;

    λιμὴν καὶ πόλις ὑ. αὐτοῦ κεῖται Th.1.46

    , cf. 6.4, D.C.40.14: of relative geographical position, above, farther inland,

    οἰκέοντες ὑ. Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν Hdt.1.175

    ;

    ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑ. Αἰγύπτου Th.2.48

    ;

    τοῖς ὑ. Χερρονήσου Θρᾳξίν X.An.2.6.2

    ;

    ὑ. Μασσαλίας Plb.2.14.8

    , cf. 5.73.3, al.: in Hellenistic Gr. the acc. is commoner in this sense, v. infr. B. I.
    b of ships at sea, off a place, Th.1.112, 8.95;

    ναυμαχίην τὴν ὑ. Μιλήτου γενομένην Hdt.6.25

    ; ὑ. τούτου (sc. Φαλήρου) ἀνακωχεύσαντες τὰς νέας ib. 116.
    2 in a state of motion, over, across,

    κῦμα νηὸς ὑ. τοίχων καταβήσεται Il.15.382

    ;

    τὸν δ' ὑ. οὐδοῦ βάντα προσηύδα Od.17.575

    ;

    πηδῶντος.. τάφρων ὕ. S.Aj. 1279

    ;

    ὑ. θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις A.Ag. 576

    ; ἐκκυβιστᾶν ὑ. [ τῶν ξιφῶν] X.Smp.2.11.
    3 over, beyond,

    ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ τηλοῦ ὑ. πόντου Od.13.257

    .
    II metaph., in defence of, on behalf of,

    τεῖχος ἐτειχίσσαντο νεῶν ὕ. Il.7.449

    ;

    ἑκατόμβην ῥέξαι ὑ. Δαναῶν 1.444

    : generally, for the prosperity or safety of,

    τὰ ἱερὰ ὑ. τῆς Εὐβοίας θῦσαι IG12.39.65

    , cf. 45.5;

    ἱερὰ θυόμενα ὑ. τῆς πόλεως X.Mem.2.2.13

    ;

    ἐπιτελεῖν τὰς θυσίας ὑ. τε ὑμῶν καὶ τῶν τέκνων UPZ14.27

    (ii B.C.); in dedications (always with reference to living persons),

    Σμικύθη μ' ἀνέθηκεν.. εὐξαμένη.. ὑ. παίδων καὶ ἑαυτῆς IG12.524

    , cf. 22.4403, 42(1).569 (Epid.);

    Ἀρτέμιδι Σωτείρᾳ ὑ. βασιλέως Πτολεμαίου Ἐπικράτης Ἀθηναῖος OGI18

    (Egypt, iii B. C.), cf. 365 (Amasia, ii B. C.), al.; ὑ. τῆς εἰς αἰῶνα διαμονῆς Ἀντωνείνου Καίσαρος ib.702.3 (Egypt, ii A.D.); ὑ. τῆς τύχης.. Ἀντωνείνου Σεβαστοῦ Εὐσεβοῦς ib.703.2 (Ptolemais, ii A.D.); ὑ. σωτηρίας τοῦ κυρίου ἡμῶν.. Ἀντωνείνου ib.706 (Egypt, ii/iii A. D.);

    εὑδόντων ὕ. φρούρημα A.Eu. 705

    ; ὑ. τινὸς κινδυνεύειν, μάχεσθαι, βοηθεῖν, Th.2.20, Pl.Lg. 642c, X.An.3.5.6;

    ἧς ἔθνῃσχ' ὕ. S.Tr. 708

    ;

    ὑ. γῆς τῆς Ἀθηναίων ναυμαχέειν Hdt.8.70

    ;

    ὑ. τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι Pl.Lg. 692d

    ; ἀμυνῶ ὑ. ἱερῶν καὶ ὁσίων Jusj. ap. Poll.8.105;

    νῦν ὑ. πάντων ἀγών A.Pers. 405

    ;

    ὑ. δόξης τελευτήσαντες D.23.210

    , cf. Isoc.6.93; πάνθ' ὑ. ὑμῶν φανήσεται πράξας Χαβρίας, καὶ τὴν τελευτὴν αὐτὴν τοῦ βίου πεποιημένος οὐχ ὑ. ἄλλου τινός in your interests, D.20.80, cf. 83;

    ὑ. τῆς Ἀσίας στρατηγήσας Isoc.4.154

    ; of things sought,

    ὑ. τοῦ νεκροῦ ὠθισμὸς ἐγένετο πολύς Hdt.7.225

    ; ἀφίκετο ὑ. γενεᾶς, ὑ. φωνᾶς, ὑ. τοῦ θησαυροῦ, IG42 (1).121.10,42, 123.11 (Epid., iv B.C.);

    γίνωσκέ με πεπορεῦσθαι εἰς Ἡρακλέους πόλιν ὑ. τῆς οἰκίας UPZ68.3

    (ii B. C.); sts. even of the thing to be averted, ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕ. about slavery, A.Th. 111 (lyr.), cf. Aeschin.3.10.
    2 for, instead of, in the name of, ὑ. ἑαυτοῦ τι προϊδεῖν on his own behalf, Th.1.141;

    ὑ. τινὸς ἀποκρίνεσθαι Pl.R. 590a

    ;

    προλέγειν X.An.7.7.3

    ;

    ἐπεὶ οὖν σὺ σιωπᾷς, ἐγὼ λέξω καὶ ὑ. σοῦ καὶ ὑ. ἡμῶν Id.Cyr.3.3.14

    , cf. S.El. 554; ὑ. Ζήνωνος πράσσων as Zeno's representative, PSI4.389.8 (iii B. C.);

    ἔγραψεν ὑ. αὐτῶν διὰ τὸ φάσκειν αὐτοὺς μὴ εἰδέναι γράμματα PGrenf.2.17.9

    (ii B. C.); θεάσασθε ὃν τρόπον ὑμεῖς ἐστρατηγηκότες πάντ' ἔσεσθ' ὑ. Φιλίππου as though by commission from P., D.3.6; so in other dialects c. acc., v. infr. B. v.
    3 in adjurations, with verbs of entreaty, entreat one as representative of another, τῶν ὕ. ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων, i. e. I entreat you as they would if they were here, Il.15.665, cf. 660; then more metaph., by, λίσσομ' ὑ. ψυχῆς ( as you value your life)

    καὶ γούνων σῶν τε τοκήων 22.338

    , cf. 24.466;

    λίσσομ' ὑ. θυέων καὶ δαίμονος.. σῆς τ' αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων Od.15.261

    ;

    λίσσου' ὑ. μακάρων σέο τ' αὐτῆς ἠδὲ τοκήων A.R.3.701

    ; ὑ. ξενίου λίσσεται ὔμμε Διός in the name of Zeus, AP7.499.2 (Theaet.); so [dialect] Aeol. περ (v.

    περί A.

    V).
    4 of the cause or motive, for, because of, by reason of,

    ἀλγέων ὕ. E.Supp. 1125

    (lyr.);

    ὑ. παθέων Id.Hipp. 159

    (lyr.);

    ἔριδος ὕ. Id.Andr. 490

    (lyr.); of punishment or reward, for, on account of,

    τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕ. S.Ant. 932

    (anap.), cf. Isoc.11.39, Lys.3.43, 4.20, 13.41,42, X.An.1.3.4; ἀτῆθθαι ὑ. τῶ πατρὸς τὰ πατρώϊα the father's property shall pay the fine for the father, Leg.Gort.11.42;

    ἀποτεισάτω ὁ δεσπότης ὑ. τοῦ δούλου PHal. 1.198

    (iii B. C.); τοῦτον (viz. a runaway slave)

    ὃς ἂν ἀναγάγῃ, λήψεται ὅσα καὶ ὑ. τοῦ προγεγραμμένου UPZ121.24

    (ii B. C.);

    τὸ κατεσκευασμένον ὑ. τῆς ἡμετέρας σωτηρίας Ἰσιδεῖον

    as a thank-offering for..,

    Sammelb.3926.12

    (i B. C.);

    ὑ. ὧν ἐτιμήσαμεν αὐτοὺς ταῖς μεγίσταις τιμαῖς Isoc.9.57

    ;

    ἀποδοῦναι χάριν ὑ. ὧν.. ἅπαντας ἀνθρώπους εὐεργέτησεν Id.4.56

    ; of payment,

    ἡμιωβέλιον ὑ. ἑκάστου IG12.140.2

    ; μέτρησον Ποσειδωνίῳ ὑ. Ἡρακλείδου on account of H., i.e. debiting H.'s account, PFay.16 (i B. C.); μετρήσω ὑ. σοῦ εἰς τὸ δημόσιον for the credit of your account, PAmh.2.88.22 (ii A. D.);

    ὑ. λαογραφίας Ostr.Bodl. iii 80

    (i A. D.);

    ὑ. λόγου ἀννώνης Ostr. 1479

    (iii A. D.);

    ὑ. ὧν ἔμαθεν καταβαλεῖν μισθόν Jul.Or.3.126a

    , cf. Ael.NA3.39.
    5 ὑ. τοῦ μή c. inf., for the purpose of preventing or avoiding,

    ὑ. τοῦ μηδένα.. βιαίῳ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν X.Hier.4.3

    ;

    ὑ. τοῦ μὴ ποιεῖν τὸ προσταττόμενον Isoc.7.64

    , cf. 12.80;

    τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν.. ὑ. τοῦ μὴ τὸ κελευόμενον ποιῆσαι D.18.204

    : also without μή, for the sake of, ὑ. τοῦτοῖς ἄλλοις ἐπιτάττειν ἐθέλειν ἀποθνῄσκειν to be ready to die for the sake of.., Isoc.6.94;

    μὴ τοσαύτην ποιεῖσθαι σπουδὴν ὑ. τοῦ βλάψαι τοὺς πολεμίους ἡλίκην ὑ. τοῦ μηδὲν αὐτοὺς παθεῖν δεινόν Plb.3.94.9

    , cf. 5.32.1, 5.86.8: this constr. is found also in signf. A. 111.
    III concerning,

    ὑ. σέθεν αῐσχε' ἀκούω Il.6.524

    ;

    κᾶρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑ. καλλινίκου ἅρμασι Pi.P.1.32

    ;

    Σκύθαι μὲν ὧδε ὑ. σφέων τε αὐτῶν καὶ τῆς χώρης τῆς κατύπερθε λέγουσι Hdt.4.8

    ; τὰ λεγόμενα ὑ. ἑκάστων v.l. in Id.2.123;

    τοὺς ὑ. τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20

    ; διαλεχθῆναι, ἀγορεύειν ὑ. τινός, Pl.Ap. 39e, Lg. 776e; περὶ μὲν οὖν τούτων τοσαῦτά μοι εἰρήσθω, ὑ. ὧν δέ μοι προσήκει λέγειν .. Lys.24.4, cf. 21, 16.20;

    ὑ. οὗ.. ὁμολογῶ.. διαφέρεσθαι τούτοις D.18.31

    ; βουλευομένων ὑ. τοῦ ποίαν τινὰ [ εἰρήνην ποιητέον] Id.19.94;

    ἔγραψάς μοι ὑ. τῶν καμίνων PCair.Zen. 273.2

    (iii B. C.);

    ἐνεκάλουν ὑ. σύκων PSI6.554.24

    (iii B. C.);

    ἐπεδώκαμέν σοι ὑπόμνημα ὑ. τοῦ μὴ εἰληφέναι τὴν.. ὄλυραν UPZ46.4

    (ii B. C.);

    συλλαλήσαντες ὑ. τοῦ τὴν πόλιν ἐνδοῦναι τοῖς Ῥωμαίοις Plb.1.43.1

    ; θροῦς ὑ. τοῦ τὸν Λυκοῦργον ἐκπέμπειν talk of sending L., Id.5.18.5, cf. 6; γνώμην ὑ. τῆς κοινῆς [ δόξης] Isoc.6.93;

    ὑ. τῶν τούτου λῃτουργιῶν.. ὡδὶ γιγνώσκω D.21.152

    ;

    ἐκ τῶν ἐμφανῶν ὑ. τῶν ἀφανῶν πιστεύειν Jul.Or. 4.138b

    ; with vbs. expressing emotion,

    ποίας.. γυναικὸς ἐκφοβεῖσθ' ὕ.; S.OT 989

    ;

    εἰ τὰ παρὰ σοὶ καλῶς ἔχει, θάρρει ὑ. ἐκείνων X.Cyr.7.1.17

    ;

    οὐδεὶς ὑ. μου δαιμόνων μηνίεται κατασφαγείσης A.Eu. 101

    (approaching sense 11.1).
    I of Place in reference to motion, over, beyond, freq. in Hom., e.g.

    ὑ. ὦμον ἤλυθ' ἀκωκή Il.5.16

    , cf. 851;

    ἀλάλησθε.. ὑπεἰρ ἅλα Od.3.73

    , cf. 7.135, al., A.Eu. 250, S.Ant. 1145 (lyr.);

    ὑ. τὸν δρύφακτον ὑπερτιθέμενοι Plb.1.22.10

    : without such reference,

    ὑ. Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῦσι Pl.Criti. 108e

    , cf. Jul.Or.1.6d;

    τὰς κεφαλὰς ὑ. τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Plb.3.84.9

    ;

    τῶν ὑ. τὸ Σαρδῷον πέλαγος τόπων Id.2.14.6

    ;

    ὑ. Μασσαλίαν Id.2.16.1

    ;

    λόφον κείμενον ὑ. τὴν ὁδόν Id.2.27.5

    , cf. 3.47.2, al.;

    τῶν συριῶν ὑ. τὴν σκηνὴν οὐσῶν PHib. 1.38.7

    (iii B. C.);

    οὐλὴ.. ὑ. ὀφρὺν δεξιάν PCair.Zen.76.13

    (iii B. C.);

    τὸ ὑ. τὸν ἔσχατον.. σπόνδυλον Sor.1.102

    ;

    ὑ. τὸν οὐρανόν Jul.Or. 4.135a

    .
    II of Measure, above, exceeding, beyond,

    ὑ. τὸν ἀλαθῆ λόγον Pi.O.1.28

    ;

    ὑ. τὸ βέλτιστον A.Ag. 378

    (lyr.);

    ὑ. ἐλπίδα S.Ant. 366

    (lyr.);

    ὑ. δύναμιν Th.6.16

    ;

    μεγέθει ὑ. τοὺς ἐν τῇ νηΐ Pl.R. 488b

    ;

    ὑ. ἄνθρωπον εἶναι Id.Lg. 839d

    , Luc.Vit.Auct.2; ὑ. ἡμᾶς beyond our powers, Pl.Prm. 128b;

    ὑ. τὴν ἀξίαν E.HF 146

    ;

    ὑ. τὴν οὐσίαν Pl. R. 372b

    ; ὑ. τὸ ὕδωρ (cf.

    ὕδωρ 1.4

    ) Luc.Pr.Im.29.
    b after [comp] Comp., than, δυνατώτεροι ὑ. .. LXX Jd.18.26: so after Posit., τοῖς ἀγαθοῖς ὑ. αὐτόν better than he, ib.3 Ki.2.32.
    2 of transgression, in violation of, ὑ. αἶσαν, opp. κατ' αἶσαν, Il.3.59, al.;

    ὑ. Διὸς αἶσαν 17.321

    ;

    ὑ. μοῖραν 20.336

    ; ὑ. μόρον (or ὑπέρμορον) ib.30;

    ὑ. θεόν 17.327

    ;

    ὑ. ὅρκια 3.299

    , al.
    III of Number, above, upwards of, τὰ ὑ. δέκα μνᾶς [ ξυμβόλαια] IG12.41.23, cf. 22.48, al.;

    ὑ. τεσσεράκοντα ἄνδρας Hdt.5.64

    ; ὑ. τετταράκοντα (sc. ἔτη) X.HG5.4.13;

    ὑ. τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονόσι Id.Cyr.1.2.4

    ; ὑ. ἥμισυ more than half, ib.3.3.47.
    IV of Time, beyond, i.e. before, earlier than,

    ὁ ὑ. τὰ Μηδικὰ πόλεμος Th.1.41

    ;

    ὑ. τὴν φθοράν Pl.Ti. 23c

    .
    V in some dialects, in sense A. 11.1,2, on behalf of,

    ὑ. τὰν πόλιν SIG437

    (Delph., iii B. C.), al., cf. IG42(1).109iv113 (Epid., iii B. C.), 5(2).438-40,442 (Megalop., ii B. C.), 42(1).380,665 (Epid., i A. D.), IPE4.71.10 (Cherson., ii A. D.); in sense A. 111, concerning,

    ἐπικράνθη μοι ὑ. ὑμᾶς LXX Ru.1.13

    .
    C WITH DAT., only Arc., μαχόμενοι ὑ. τᾷ τᾶς πόλιος ἐλευθερίᾳ fighting for.., IG5(2).16 (Tegea, iii B. C.).
    D POSITION: ὑπέρ may follow its Subst., but then by anastrophe becomes ὕπερ, Il.5.339, Od.19.450, al., S.OT 1444, etc.
    E AS ADV., over-much, above measure,

    ὑπὲρ μὲν ἄγαν E.Med. 627

    (lyr.); also written ὑπεράγαν, Str.3.2.9, Ael.NA3.38, etc.; cf. ὑπέρφευ: as a predicate, διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; ὑπὲρ ἐγώ I am more [ than they], 2 Ep.Cor.11.23.
    F IN COMPOS. ὑπέρ signifies over, above, in all relations, e. g.,
    1 of Place, over, beyond, as in ὑπεράνω, ὑπέργειος, ὑπερβαίνω, ὑπερπόντιος.
    2 of doing a thing for or in defence of, as in ὑπερμαχέω, ὑπερασπίζω, ὑπεραλγέω.
    3 above measure, as in ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρ

  • 8 ἐκβάλλω

    ἐκβάλλω fut. ἐκβαλῶ; 2 aor. ἐξέβαλον; plpf. ἐκβεβλήκειν Mk 16:9. Pass.: 1 fut. ἐκβληθήσομαι; aor. ἐξεβλήθην; pf. 3 sg. ἐκβέβληται (Just.), ptc. ἐκβεβλημένος (Hom.+) gener. ‘to throw out’, then
    force to leave, drive out, expel, τινά (SIG 1109, 95; PTebt 105, 31; Gen 3:24 al.; Jos., Bell. 1, 31, Ant. 1, 58) Mt 21:12 (Chariton 3, 2, 12 πάντας ἐ. fr. the temple of Aphrodite; Lysimachus: 621 Fgm. 1, 306 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 306] God demands that the Egyptian king ἐκβάλλειν ἐκ τῶν ἱερῶν those who are unclean; CRoth, Cleansing of the Temple and Zech 14:21: NovTest 4, ’60, 174–81; for lit. on Jesus’ action s. DSeeley, CBQ 55, ’93, 263 n. 1); Mk 1:12 is perh. to be understood in this sense, cp. Gen 3:24, but s. 2 below; Mk 5:40; 11:15; Lk 19:45; 20:12. Pass. Mt 9:25; Hs 1, 4; 9, 14, 2. τινὰ or τὶ ἔκ τινος (Dio Chrys. 49 [66], 3; SIG 317, 12; PLond III, 887, 6 p. 1 [III B.C.]; PMagd 12, 11=PEnteux 54, 11; Ex 6:1; Num 22:6 al.; Philo, Cher. 10) J 2:15; Hs 8, 7, 5. ἀπό τινος (Ex 23:31; Num 22:11; 2 Ch 11:16; Philo, Det. Pot. Ins. 163; Jos., Ant. 13, 352; Just., D. 92, 2 ἀπὸ τῆς Ἰερουσαλήμ) Ac 13:50. ἔξω τινός out of someth. (Lev 14:40; 1 Macc 13:47 v.l.): a city (Hyperid. 5:31) Lk 4:29; Ac 7:58; cp. Hs 1:6; ἐ. ἔξω (without amplification as 2 Ch 29:16) J 6:37; 9:34f (s. below); Ac 9:40. Pass. Lk 13:28; J 12:31 (βάλλω P66 et al.). W. the destination given ἐ. εἴς τι drive someone out into someth. (Dt 29:27; 2 Ch 29:16; Jer 22:28; Mel., P. 48): into the darkness outside (cp. En 10:4) Mt 8:12; 22:13; 25:30.—From a vineyard Mt 21:39; Mk 12:8; Lk 20:15; in these three passages throw out, toss out is prob. meant.—Mid., throw someth. overboard to save oneself: Ac 27:38 grain (the act. in this sense Diod S 3, 40, 5; τὰ ὑπάρχοντα En 101:5; Jos., Bell. 1, 280).—Used esp. of the expulsion of spirits who have taken possession of a pers. (Jos., Ant. 6, 211; Just. A II, 10, 6 δαίμονας … ἐκβαλὼν τῆς πολιτείας; PGM 4, 1227 πρᾶξις γενναία ἐκβάλλουσα δαίμονας; 1252; 1254) Mt 8:31; 9:33f; 10:1, 8; 12:26; 17:19; Mk 1:34, 39, 43; 3:15, 23; 6:13; 7:26 (ἔκ τινος); 9:18, 28; 16:9 (παρά τινος); Lk 9:40; 11:14; 13:32. W. the means given (Lucian-Epigr. in Anth. Pal. 11, 427 δαίμονα ἐ. δυνάμει) τῷ σῷ ὀνόματι by your name Mt 7:22. λόγῳ with a word 8:16. For this ἔν τινι by someone or someth. by the ruler of the evil spirits 9:34; Mk 3:22; by Beelzebul Mt 12:24, 27; Lk 11:15, 18f; by the name of Jesus Mk 9:38; 16:17; Lk 9:49; by the finger of God Lk 11:20; cp. vs. 19; ἐν πνεύματι θεοῦ Mt 12:28.—GSterling, Jesus as Exorcist: CBQ 55, ’93, 467–93.— Expel someone fr. a group, repudiate someone (Pherecyd. 83 Zeus expels insolent deities) a servant girl Gal 4:30 (Gen 21:10); a wife (Demosth. 59, 63; 83; Diod S 12, 18, 1; BGU 1050, 15; PGiss 2, 23; Lev 21:7; Pr 18:22a; Sir 7:26; Jos., Ant. 16, 215; 17, 78) Agr 18; ἐκ τ. ἐκκλησίας ἐ. 3J 10 (cp. POxy 104, 17; Jos., Bell. 2, 143). Vss. J 9:34f, referred to above, prob. belong here too, since the Johannine love of multiple meaning has combined the mngs. drive out of the audience-room and expel from the synagogue.—Idiom: λόγους ἐ. εἰς τὰ ὀπίσω cast words behind oneself=pay no attention to them 1 Cl 35:8 (Ps 49:17); ἐ. τὸ ὄνομα disdain, spurn the name Lk 6:22 (cp. Pla., Crito 46b and Rep. 2, 377c; Soph., Oed. Col. 636; 646); difft., Wlh. ad loc.; s. Black, An Aramaic Approach3, ’67, 135f, w. special ref. to Dt 22:14, 19.
    to cause to go or remove from a position (without force), send out/away, release, bring out (PRyl 80, 1 [I A.D.] ἐκβάλετε … ὑδροφύλακας; 1 Macc 12:27) workers Mt 9:38; Lk 10:2 (cp. PMich 618, 15f [II A.D.]); send away Js 2:25; release Ac 16:37; lead out (Μαρτύριον τῆς ἁγ. Αἰκατερίνας 18 p. 17 Viteau: ἐκέλευσεν ὁ βας. ἐκβληθῆναι αὐτὴν ἐκ τ. φυλακῆς; Theophanes, Chron. 388, 28) Mk 1:12 (but s. 1 above); bring out of sheep J 10:4 (cp. Hs 6, 2, 6; Longus 3, 33, 2 προσέβαλλε ταῖς μητράσι τοὺς ἄρνας; BGU 597, 4 ἵνα βάλῃ τὸν μόσχον πρὸ τ. προβάτων).
    to cause someth. to be removed from someth., take out, remove (1 Macc 13:48; Diosc. 1, 50; s. Rydbeck 155–58; 184) a beam or splinter ἐκ τ. ὀφθαλμοῦ Mt 7:4f; Lk 6:42; Ox 1 verso, 2 (ASyn. 68, 44) (cp. GTh 26; Aesop. p. 28 Ursing ἐκβάλλεις ἄκανθα[ν] ἐκ ποδῶν μου); bring out τὶ someth. (Horapollo 2, 105; TestAbr A 6, p. 83, 23 [Stone p. 14] ἐκ τοῦ κόλπου ‘[pearls] out of the purse’) ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐ. τὰ ἀγαθά out of the good treasure (=the tr. of the good) that which is good Mt 12:35; 13:52; take out a sum of money Lk 10:35. Of an eye, tear out and throw away Mk 9:47 (Syntipas p. 101, 2; cp. La 3:16 ἐ. ὀδόντας). Of material in the body (Ps.-Plut., Hom. 205; schol. on Nicander, Alexiph. 485; cp. Ps.-Aristot., Mirabilia 6 οἱ κυνηγοὶ εἰς ἀγγεῖον αὐτὴν [=τὴν τοῦ ἀνθρώπου κόπρον] ἐμβάλοντες=the hunters let their excrement fall into a pot.—ἐκβ. τι=let someth. fall Diog. L. 6, 35) evacuate Mt 15:17.
    to pay no attention to, disregard τὴν αὐλὴν τὴν ἔξωθεν τοῦ ναοῦ ἔκβαλε ἔξωθεν leave out (of consideration) the outer court of the temple Rv 11:2 (Epicurus in Diog. L. 10, 147 ἐ. τι=disregard someth.; M. Ant. 12, 25 βάλε ἔξω τὴν ὑπόληψιν=do not concern yourself about … ; Mitt-Wilck. II/2, 372 VI, 22f [II A.D.] τὸ ἀναγνωσθὲν δάνειον ἐκβάλλω=I pass over, omit. On the belief of Jerusalem’s inhabitants that the temple could be saved, while the beleagured city was ruined, s. Jos., Bell. 5, 459).
    to bring someth. about, cause to happen, bring ἐ. εἰς νῖκος τὴν κρίσιν lead justice on to victory Mt 12:20 (s. κρίσις 3).—B. 713. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκβάλλω

См. также в других словарях:

  • θησαυροῦ — θησαυρός store masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Τεχεράνη — (ιρανικά Τεχράν). Πόλη (6.022.078 κάτ.) του βορειοκεντρικού Ιράν, πρωτεύουσα του κράτους από το 1788 και της ομώνυμης επαρχίας (οστάν) (29.933 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε υψίπεδο 1.132 μ., κοντά στις ακραίες νότιες παραφυάδες της ορεινής αλυσίδας… …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Ετιέν ή Εστιέν — (Etienne). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων τυπογράφων, βιβλιοπωλών και λογίων. 1. Ερρίκος A’ (περ. 1470 – 1520). Ο γενάρχης της οικογένειας. Άρχισε την εκτύπωση βιβλίων στο Παρίσι το 1502 και υπήρξε ο πρώτος που χρησιμοποίησε το εκδοτικό σήμα που… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»