Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θηλυτόκος

См. также в других словарях:

  • θηλυτόκος — θηλυτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά μόνο θηλυκά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ά τοκος, επί τοκος] …   Dictionary of Greek

  • θηλυτόκος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυτόκοις — θηλύτοκος bearing females masc/fem/neut dat pl θηλυτόκος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυτόκον — θηλυτόκος masc/fem acc sg θηλυτόκος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυτόκων — θηλύτοκος bearing females masc/fem/neut gen pl θηλυτόκος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυτόκα — θηλυτόκος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυτόκοι — θηλυτόκος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… …   Dictionary of Greek

  • θηλυτοκία — η (Α θηλυτοκία) [θηλυτόκος] το να γεννά κάποιος μόνο θηλυκά τέκνα, η θηλυγονία νεοελλ. βιολ. η ιδιότητα μερικών ζωικών ειδών να παράγουν σταθερά θηλυκά άτομα με παρθενογένεση …   Dictionary of Greek

  • θηλυτοκώ — (Α θηλυτοκῶ, έω) [θηλυτόκος] γεννώ θηλυκά παιδιά …   Dictionary of Greek

  • παρθενογένεση — Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»