-
1 θηλυτοκος
I.2производящий на свет потомство женского пола (sc. ζῷα Arst.; βόες Theocr.)II.2женского пола(τὰ νέα Arst.)
См. также в других словарях:
θηλυτόκος — θηλυτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά μόνο θηλυκά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ά τοκος, επί τοκος] … Dictionary of Greek
θηλυτόκος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυτόκοις — θηλύτοκος bearing females masc/fem/neut dat pl θηλυτόκος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυτόκον — θηλυτόκος masc/fem acc sg θηλυτόκος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυτόκων — θηλύτοκος bearing females masc/fem/neut gen pl θηλυτόκος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυτόκα — θηλυτόκος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυτόκοι — θηλυτόκος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek
θηλυτοκία — η (Α θηλυτοκία) [θηλυτόκος] το να γεννά κάποιος μόνο θηλυκά τέκνα, η θηλυγονία νεοελλ. βιολ. η ιδιότητα μερικών ζωικών ειδών να παράγουν σταθερά θηλυκά άτομα με παρθενογένεση … Dictionary of Greek
θηλυτοκώ — (Α θηλυτοκῶ, έω) [θηλυτόκος] γεννώ θηλυκά παιδιά … Dictionary of Greek
παρθενογένεση — Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής… … Dictionary of Greek