-
1 θηλυπτερίς
θηλυπτερίςbracken: fem nom sg -
2 θηλυπτερίς
A bracken, Pteris aquilina, Thphr.HP9.18.8, Dsc.4.185, Plin.HN27.78:—also [suff] θηλυ-πτέριον, τό, Alex.Trall.Verm.p.597 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλυπτερίς
-
3 θηλυπτερίδα
θηλυπτερίςbracken: fem acc sg -
4 θηλυπτερίδος
θηλυπτερίςbracken: fem gen sg -
5 νυμφαῖος
A of or sacred to the Nymphs, (lyr.) ;νᾶμα AP14.71
; δρυες Tryph.324 ; νυμφαία λιβάς pure spring water, prob.l. in Antiph.52.13.II νυμφαῖον, τό, sanctuary of the Nymphs, IG 11(2).144A91 (Delos, iv B. C.), CIG4616 (Syria, ii A. D.), Plu.Alex.7, etc.: [dialect] Boeot. [full] νυνφῆον Schwyzer 485.6 (Thespiae, iii B. C.) ; esp. fountain with architectural background, Philostr.VA8.12.III ν. πτέρις, = θηλυπτερίς, Dsc.4.185 ; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187. [[pron. full] νυμφαῐον is doubtful in E.IT 216 (lyr.): fort. νύμφαν.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυμφαῖος
-
6 πτερίς
Aπτέριν Dsc.4.185
: nom. pl.πτέρεις Plb.3.71.4
:—male fern, Aspidium Filix-mas, Thphr.HP1.10.5,8.7.7, 9.20.5, Theoc.3.14, etc.II = πολυπόδιον, Ps.-Dsc.4.186.III νυμφαία π.,= θηλυπτερίς, Dsc.4.185; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187.
См. также в других словарях:
θηλυπτερίς — θηλυπτερίς, ἡ (Α) το φυτό θήλεια πτέρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + πτέρις «φτέρη»] … Dictionary of Greek
θηλυπτερίς — bracken fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυπτερίδα — θηλυπτερίς bracken fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυπτερίδος — θηλυπτερίς bracken fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek
θηλυπτέριον — θηλυπτέριον, τὸ (Α) βλ. θηλυπτερίς … Dictionary of Greek
νυμφαίος — α, ο (Α νυμφαῑος, αία, ον) [Νύμφα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.) 2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν) ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
πτέρις — Γένος φυτών της οικογένειας των πολυποδιιδών. Περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, που απαντούν στις θερμές περιοχές. Οι π. είναι ποώδη φυτά, πολυετή, με ριζωματικά φύλλα και πολυσχιδή. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει το είδος π. η αέτειος, γνωστή και… … Dictionary of Greek
φτέρη — Φυτά της κλάσης των πτεριδικών, του αθροίσματος των πτεριδόφυτων. Είναι πολύ εξελιγμένα κρυπτόγαμα κορμόφυτα που έχουν ρίζες, βλαστό και φύλλα. Επιπλέον είναι εφοδιασμένα με σύστημα αγωγών αγγείων, γι’ αυτό και κατατάσσονται στα κρυπτόγαμα που… … Dictionary of Greek