Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

θεός

  • 1 Бог

    -а, κλητ. παλ. Боже, α.
    Θεός.
    εκφρ.
    Боже мой! – θεέ μου!•
    Бог знает ή весть кто, что, какой, кудаκ.τ.τ. ο Θεός ξέρει ποιος, τι, τι λογής, πού•
    не дай Бог ή не дай Боже – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός, Θεός φυλάξε•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    избави Бог ή Боже! – απάλλαξε Θεέ μου!•
    сохрани Бог ή Боже – Θεός (να) φυλάξει•
    побойся, -йтесь Бога – φοβήσου, φοβηθείτε το Θεό (λυπήσου)•
    ради Бога – για το Θεό, για χάρη του Θεού, για τ’ όνομα του Θεού•
    с Богом – με το Θεό, με τη βοήθεια του Θεού, με το καλό•
    слава Богу – δόξα το Θεό (τω Θεώ), δόξα σοι ο Θεός, δόξα νάχει ο Θεός•
    ей Богу – μα το Θεό•
    как Бог на душу положит – όπως πει ο Θεός•
    одному Богу известно – μόνο ένας Θεός ξέρει.

    Большой русско-греческий словарь > Бог

  • 2 Господь

    Господа πλθ. δεν έχει Κύριος (ο Θεός).
    εκφρ.
    Господи !•, ах ты, Господи! – Θεέ μου!•
    не дай (не приведи) Господи – να μη δό-σει ο Θεός•
    упаси Господи – Θεός φυλάξει•
    знает ή ведает – ο Κύριος ξέρει•
    слава тебе -и – δόξα να ‘χει ο Θεός•
    прости -и – συγχώρησε Θεέ μου.

    Большой русско-греческий словарь > Господь

  • 3 бог

    бог
    м ὁ θεός; ◊ \бог знает ποιός ξέρει; не дай \бог θεός φυλάξει, νά μή δώσει ὁ θεός1 ради \бога γιά τό θεό, γιά τ' ὀνομα τοῦ θεοῦ; слава \богу δόξα σοι ὁ θεός; ей\богу! μά τό θεοί; \бог с ним ἄστον, ἄς πάει στό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > бог

  • 4 бог

    бог м о θεός
    * * *
    м
    ο θεός

    Русско-греческий словарь > бог

  • 5 аллах

    α., κ. алла άκλ. α.
    ο αλλάχ, ο θεός των μουσουλμάνων.
    εκφρ.
    аллах знает (ή ведает) – ο αλλάχ (ο θεός) ξέρει (άγνωστον).• одному -у известно μόνο ένας αλλάχ ξέρει.

    Большой русско-греческий словарь > аллах

  • 6 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 7 миловать

    -лую, -луешь
    ρ.δ.μ. παλ. συγχωρώ, δίνω άφεση, χάρη ελεώ.
    εκφρ.
    Бог милуетπαλ. ο Θεός μας συγχωρεί•
    как Бог -лует?παλ. πως περνάτε; πως σας έχει, ο Θεός;
    -луга, -луешь
    ρ.δ.μ. πολυαγαπώ, χαϊδεύω.
    αλληλοαγαπιέμαι, αλληλοχαϊδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > миловать

  • 8 память

    θ.
    1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•

    слабая память αδύνατη μνήμη•

    это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•

    зрительная память οπτική μνήμη•

    тврдая γερή μνήμη•

    лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•

    мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•

    удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•

    если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•

    написать на память γράφω από μνήμης•

    выучить на память απομνημονεύω•

    приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•

    приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.

    2. ανάμνηση•

    чтить память τιμώ τη μνήμη•

    оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•

    в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...

    3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.
    εκφρ.
    вечная память – αιώνια η μνήμη•
    блаженной (светлой, незабвенной) -иπαλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•
    печальной – με θλιβερή τη μνήμη•
    недоброй -и – με κακή τη μνήμη•
    без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•
    он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•
    на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•
    на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•
    на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•
    по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•
    прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > память

  • 9 привести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. приведя
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•

    ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•

    побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•

    обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•

    привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•

    -к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•

    привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•

    привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•

    привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.

    2. βάζω, θέτω•

    привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.

    3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•

    привести в готовность ετοιμάζω•

    привести в исполнение εκτελώ•

    привести в порядок τακτοποιώ•

    привести в негодность αχρηστεύω.

    || (μαθ.) τρέπω•

    привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.

    4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•

    привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•

    привести к поражению οδηγώ στην ήττα.

    5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•

    привести пример φέρω παράδειγμα•

    привести аргументы φέρω επιχειρήματα•

    он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.

    εκφρ.
    привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•
    привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•
    не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•
    -дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•
    не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•
    ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.
    απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > привести

  • 10 разразить

    -ражу, -ражишь
    ρ.σ.μ. (απλ.)• συντρίβω, καταστρέφω.
    εκφρ.
    -и гром (Бог) ή пусть (пускай, да) -ит Бог (Господь) кого – (παλ. κ. απλ.) κακιά αστραπή ή ο Θεός να τον κάψει• να τον κάψει ο Θεός (ο Κύριος)• από το Θεό να το βρει• κακό ψόφο νά χει.
    ξεσπώ• σκάζω• εκρήγνομαι•

    воина -лась πόλεμος ξέσπασε•

    -лась гроза ξέσπασε θύελλα.

    || μτφ. εκδηλώνομαι απότομα•

    разразить рыданиями ξεσπώ σε λυγμούς•

    разразить смехом ξεσπώ σε γέλια•

    разразить аплодисментами ξεσπώ σε χειροκροτήματα.

    Большой русско-греческий словарь > разразить

  • 11 бог

    [μπόκ] ουσ. α. θεός

    Русско-греческий новый словарь > бог

  • 12 бог

    [μπόκ] ουσ α θεός

    Русско-эллинский словарь > бог

  • 13 абсолют

    α.
    αυθυπαρξία, το αυθύπαρκτο, το απόλυτο, το αυτοτελές (πνεύμα, ιδέα, θεός).

    Большой русско-греческий словарь > абсолют

  • 14 амур

    α.
    Ερως, -τας, ο θεός του έρωτα•

    - ы πλθ.

    έρωτες, ερωτοδουλειές, ερωτικές περιπέτειες.

    Большой русско-греческий словарь > амур

  • 15 весть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    είδηση, νέο•

    радостная весть ευχάριστη είδηση.

    || πλθ. -и διαδόσεις, κοινολογήσεις.
    εκφρ.
    без -и пропасть – χάνομαι χωρίς ν’ αφήσω ίχνη.
    (3ο προσ. ενκ. ενεστ. του ρ. ведать, παλ. κλίση)
    ξέρει•

    Бог весть ο Θεός ξέρει.

    Большой русско-греческий словарь > весть

  • 16 Вседержитель

    α. παλ.
    παντοκράτορας (Θεός).

    Большой русско-греческий словарь > Вседержитель

  • 17 всемогущий

    επ., βρ: -гущ, -а, -е
    παντοδύναμος•

    всемогущий властелин ο παντοδύναμος μονάρχης,

    ουσ. Παντοδύναμος (ο Θεός).

    Большой русско-греческий словарь > всемогущий

  • 18 вымотать

    ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω.
    2. κατακουράζω, καταπονώ, κατεξαντλώ.
    εκφρ.
    - (всю) душу – βγάζω την ψυχή (ανάποδα), βγάζω το θεό (καταβασανίζω).
    1. ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι.
    2. (απλ.) κουράζομαι, καταπονούμαι, κατεξαντλούμαι, μου βγαίνει ο θεός.

    Большой русско-греческий словарь > вымотать

  • 19 вышний

    -яя, -ее, επ. παλ.
    1. ψηλός, ουράνιος, θεϊκός•

    -яя сила ανώτερη (θεϊκή)δύναμη.

    2. ανώτατος•

    -ее начальство ανώτατοι αξιωματούχοι.

    3. ουσ. παλ. θεός, θεότητα.

    Большой русско-греческий словарь > вышний

  • 20 идея

    -и. θ.
    1. ιδέα• έννοια•

    абсолютная идея απόλυτη ιδέα (θεός)•

    господствующие -и οι κυριαρχούσες ιδέες•

    политические -и οι πολιτικές ιδέες•

    идея романа, картины η κεντρική ιόέα του μυθιστορήματος, της εικόνας•

    передовое -и προοδευτικές ιδέες.

    2. σκέψη•

    в голову пришли счастливая идея στο μυαλό μου ήρθε μια καλή σκέψη.

    || μορφή έννοια•

    идея добра η έννοια του καλού.

    Большой русско-греческий словарь > идея

См. также в других словарях:

  • θεός — God masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • θεός — ο θηλ. θεά 1. ον με υπερφυσικές δυνάμεις που λατρεύεται από τον άνθρωπο: Οι θεοί του Ολύμπου. 2. (στη χριστιανική φιλοσοφία), ο δημιουργός του κόσμου, ο ρυθμιστής των νόμων του σύμπαντος. 3. ό,τι αγαπούμε υπερβολικά, το ίνδαλμα: Το χρήμα είναι ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θέος, Δήμος — (Καρδίτσα 1935 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθέτη και διευθυντής παραγωγής. Χαρακτηριστικό στοιχείο των ταινιών του είναι ο υπερτονισμός της αισθητικής πλευράς της τέχνης, που ορισμένες φορές… …   Dictionary of Greek

  • Ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κλῷος γένοιτ’ ἄν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. — ἐκ παντὸς ξύλου κόφων γένοιτ’ ἂν καὶ θεός. См. Из одного дерева икона и лопата …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… …   Dictionary of Greek

  • Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εὑρὲ Θεός τὸν ἀλιτρόν. — См. Виноватого Бог сыщет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»