-
1 θερμομετρώ
(α, ε) μετ.1) измерять температуру; 2) измерять теплоту, количество тепла -
2 θερμομετρώ
ateşini ölçmek -
3 мерить
мерить 1) (измерять) μετρώ; \мерить температуру θερμομετρώ 2) (примерять) δοκιμάζω, προβάρω* * *1) ( измерять) μετρώме́рить температу́ру — θερμομετρώ
2) ( примерять) δοκιμάζω, προβάρω -
4 take someone's temperature
(to measure a person's body heat, using a thermometer.) θερμομετρώ
См. также в других словарях:
θερμομετρώ — θερμομετρώ, θερμομέτρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: θερμομετρώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστώτα και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θερμομετρώ — [θερμόμετρο] 1. μετρώ με το θερμόμετρο τη θερμοκρασία 2. σφυγμομετρώ, προσπαθώ να διαγνώσω τις διαθέσεις ή τις αντιδράσεις κάποιου … Dictionary of Greek
θερμομετρώ — θερμομέτρησα, θερμομετρήθηκα, θερμομετρημένος, μετρώ τη θερμοκρασία κάποιου: Δε θερμομέτρησαν ακόμη τον ασθενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθερμομέτρητος — η, ο [θερμομετρώ] αυτός που δεν θερμομετρήθηκε … Dictionary of Greek
θερμομέτρημα — το [θερμομετρώ] η θερμομέτρηση … Dictionary of Greek
θερμομέτρηση — η 1. η μέτρηση τής θερμοκρασίας ανθρώπου ή ζώου με θερμόμετρο 2. η εκτίμηση τών διαθέσεων κάποιου με προσοχή («θερμομέτρηση τής κοινής γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμομετρώ. Η λ. στον λόγιο τ. θερμομέτρησις απαντά από το 1894 στον Αν. Δαμβέργη στην… … Dictionary of Greek