-
1 θεο-κήρυξ
-
2 θεοκῆρυξ
A divine herald: in pl., name of a family at Eleutherae claiming descent from Talthybius, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοκῆρυξ
-
3 θεοκήρυξ
θεο-κήρυξ, ῡκος, ὁ, Götter-, Opferherold
См. также в других словарях:
θεοκήρυξ — θεοκῆρυξ, ὁ (AM, Μ και θεοκήρυξ) ο κήρυκας τού θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο τού θεού αρχ. πληθ. oἱ θεοκήρυκες οικογένεια στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῑον κήρυκα», τον Ταλθύβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * +… … Dictionary of Greek
καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… … Dictionary of Greek