Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θεο-κῆρυξ

См. также в других словарях:

  • θεοκήρυξ — θεοκῆρυξ, ὁ (AM, Μ και θεοκήρυξ) ο κήρυκας τού θεού, αυτός που κηρύσσει και εξηγεί τον λόγο τού θεού αρχ. πληθ. oἱ θεοκήρυκες οικογένεια στις Ελευθερές που υποστήριζε ότι κατάγεται από τον «θεῑον κήρυκα», τον Ταλθύβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * +… …   Dictionary of Greek

  • καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»