-
1 θεομαντεία
-
2 θεομαντείᾳ
-
3 θεομαντεία
θεομαντ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεομαντεία
-
4 θεομαντεία
θεο-μαντεία, ἡ, göttliche Weissagung
См. также в других словарях:
θεομαντείᾳ — θεομαντείᾱͅ , θεομαντεία spirit of prophecy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομαντεία — θεομαντεία, ή (Α) μαντεία με θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαντεία (< μαντεύω)] … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek