Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θεομαντείᾳ

См. также в других словарях:

  • θεομαντείᾳ — θεομαντείᾱͅ , θεομαντεία spirit of prophecy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομαντεία — θεομαντεία, ή (Α) μαντεία με θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαντεία (< μαντεύω)] …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»