Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θελκ-τήριος

См. также в других словарях:

  • αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… …   Dictionary of Greek

  • προσφθεγκτήριος — ία, ον, Α αυτός που γίνεται με προσφώνηση, με χαιρετισμό («προσφθεγκτήρια δῶρα» δώρα που προσφέρονταν από τον γαμπρό στη νύφη με χαιρετισμό, Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσφθέγγομαι + επίθημα τήριος (πρβλ. θελκ τήριος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»