-
1 θελκτήριος
θελκ-τήριος, ον,A enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp. 478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp. 1004: c. gen.,φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp. 509
; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp. 447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελκτήριος
См. также в других словарях:
αλείτης — ἀλείτης, ο (Α) 1. (για τον Πάρι και τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης) αμαρτωλός, ανόσιος, κακούργος 2. αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική… … Dictionary of Greek
προσφθεγκτήριος — ία, ον, Α αυτός που γίνεται με προσφώνηση, με χαιρετισμό («προσφθεγκτήρια δῶρα» δώρα που προσφέρονταν από τον γαμπρό στη νύφη με χαιρετισμό, Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσφθέγγομαι + επίθημα τήριος (πρβλ. θελκ τήριος)] … Dictionary of Greek