-
1 θελεμος
2[(ἐ)θέλω] ( о водах Нила) собственной силой текущий, т.е. полноводный, по друг. [θάλλω или θηλέω] оплодотворяющий, живительный(πῶμα, sc. τῶν ποταμῶν Aesch.)
-
2 θελεμός
ο повеление, воля (чья-л.)
См. также в других словарях:
θελεμός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… … Dictionary of Greek
θελεμόν — θελεμός masc/fem acc sg θελεμός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμωτέρῳ — θελεμός masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελεμῶς — θελεμός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)