-
1 izleyici
θεατής -
2 spectateur
θεατής -
3 divák
θεατής -
4 onlooker
θεατής -
5 spectator
θεατής -
6 widz
θεατής -
7 seyirci
θεατής, (televizyon) τηλεθεατής, παρατηρητής -
8 зритель
-
9 Spectator
subs.P. and V. θεατής, ὁ, θεωρός, ὁ, ἐπόπτης, ὁ.At a show: P. and V. θεατής, ὁ, θεωρός, ὁ.Be a spectator, v.: P. and V. θεᾶσθαι, θεωρεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spectator
-
10 зритель
зрительм ὁ θεατής. -
11 bystander
noun (a person who watches but does not take part.) απλός θεατής -
12 looker-on
noun (a person who is watching something happening; an onlooker.) θεατής -
13 onlooker
['onlukə](a person who watches something happening: A crowd of onlookers had gathered round the two men who were fighting.) (αμέτοχος)θεατής -
14 spectator
-
15 watcher
noun θεατής -
16 зритель
[ζρίτιλ'] ουσ. α. θεατής -
17 зритель
[ζρίτιλ'] ουσ α θεατής -
18 зритель
-я α.-ца, -ы θ.θεατής. -
19 небезучастный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно; όχι αμέτοχος-αδιάφορος, -απαθής•небезучастный зритель όχι απαθής θεατής.
-
20 свидетель
-я α. -ница, -ы θ.μάρτυρας•быть -ем чего-л. είμαι μάρτυρας για κάτι•
брать кого в -и παίρνω κάποιον για μάρτυρα•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας•
свидетель со стороны обвинения ή свидетель обвинения μάρτυρας κατηγορίας•
свидетель в пользу обвиняемого ή свидетель защиты μάρτυρας υπεράσπισης•
он приводит в -ли такого-то историка αυτός επικαλείται τη μαρτυρία (τα λεγόμενα) κάποιου ιστορικού•
вскрыть завещание при -ях ανοίγω τη διαθήκη μπροστά σε μάρτυρες•
призвать ή пригласить в -и καλώ για μάρτυρα, επικαλούμαι τη μαρτυρία.
|| μτφ. θεατής•эта равнина была -цей многих битв αυτή η πεδιάδα ήταν μάρτυρας πολλών μαχών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεατής — Τίτλος διαφόρων εντύπων. Τα πιο αξιόλογα είναι μία αθηναϊκή εφημερίδα (1868), μία εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (1868), μία εβδομαδιαία εφημερίδα της Ζακύνθου (1891) και τρία αθηναϊκά περιοδικά (1836, 1925 41, 1958 61). * * * ο (Α θεατὴς, ιων.… … Dictionary of Greek
θεατής — ο 1. παρατηρητής, αυτός που βλέπει κάτι: Θεατές του αγώνα. 2. αυτός που παρακολουθεί αδιάφορα κάποιο γεγονός: Παρέμεινε απλός θεατής ως το τέλος της διένεξης. 3. αυτός που παρακολουθεί θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική ταινία κτλ.: Οι θεατές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεατής — θεᾱτής , θεατής one who sees masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηταῖς — θεατής one who sees masc dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεηταί — θεατής one who sees masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
θεατά — θεᾱτά̱ , θεατής one who sees masc nom/voc/acc dual (ionic) θεᾱτά , θεατής one who sees masc voc sg (ionic) θεᾱτά , θεατής one who sees masc nom sg (epic ionic) θεᾱτά , θεατός to be seen neut nom/voc/acc pl θεᾱτά̱ , θεατός to be seen fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεητά — θεητά̱ , θεατής one who sees masc nom/voc/acc dual (ionic) θεατής one who sees masc voc sg (ionic) θεατής one who sees masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστασιοποίηση — Όρος του σύγχρονου θεάτρου, που αναφέρεται στην προσπάθεια του θεατρικού συγγραφέα (αλλά και των βασικών παραγόντων της παράστασης, π.χ. του σκηνοθέτη και των ηθοποιών) να αποτρέψουν τη μηχανική ταύτιση του θεατή με τον διαδραματιζόμενο μύθο και … Dictionary of Greek
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek
λαθροθεατής — ο θεατής που παρακολουθεί κρυφά ένα θέαμα χωρίς να έχει πληρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + θεατής] … Dictionary of Greek