Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θαυματουργῇ

См. также в других словарях:

  • θαυματουργῇ — θαυμασιουργέω pres subj mp 2nd sg θαυμασιουργέω pres ind mp 2nd sg θαυμασιουργέω pres subj act 3rd sg θαυματουργέω work wonders pres subj mp 2nd sg θαυματουργέω work wonders pres ind mp 2nd sg θαυματουργέω work wonders pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • δήνεα — δήνεα, τα (Α) 1. συμβουλές 2. σχέδια 3. τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δάνσεα αντί *δένσεα, *δένσος με αναλογικό α κατά τα συγγενή δαήναι (απαρμφ. τού αορ. εδάην τού διδάσκω*), δαΐφρων που ανάγονται σε ρίζα *dns . Ο τ. δήνεα είναι ιων., αντί *δάνσεα… …   Dictionary of Greek

  • διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …   Dictionary of Greek

  • θαυματουργός — και θαματουργός, ή, ό (AM θαυματουργός, όν) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο») 2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του νεοελλ. μσν. αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα») αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Άβγαρος — Όνομα βασιλιάδων της Έδεσσας της Μεσοποταμίας, που άκμασαν μεταξύ 132 π.Χ. και 216 μ.Χ. O γνωστότερος Ά. έζησε στα χρόνια του Ιησού, τον οποίο και κάλεσε στην Έδεσσα για να τον θεραπεύσει από ανίατο νόσημα. Ο Ιησούς, κατά την παράδοση, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανκίλια — (ancilia). Δώδεκα ιερές ασπίδες στην αρχαία Ρώμη, τις οποίες φύλασσαν οι Σάλιοι ιερείς. Κατά την παράδοση, μία από αυτές έπεσε από τον ουρανό στο ανάκτορο του Νουμά Πομπίλιου. Τότε αυτός, για να μην αναγνωρίζεται η ασπίδα αυτή που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • Γάβαλα — Αρχαία παραλιακή κωμόπολη της Συρίας με ωραίο λιμάνι, που μαζί με την Αντιόχεια, τη Σελεύκεια και την Απάμεια αποτελούσαν την ημιαυτόνομη περιοχή της Σελευκίδας. Το 638 τα Γ. κυριεύτηκαν από τον Άραβα χαλίφη Μωάβια, που έσπευσε να τα οχυρώσει με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»