-
1 θαρσαλεος
новоатт. θαρρᾰλέος 31) отважный, храбрый(πολεμιστής, ἀνήρ Hom.; καρδία Arst.; ὅ ἀπὸ τῶν ἵππων πολεμεῖν θ. Plat.)
2) смелый, уверенный(ἦτορ Hom.; φωνή Pind.; ἐλπίδες Aesch.)
3) внушающий уверенность, не вызывающий беспокойстваτἀληθῆ εἰδότα λέγειν ἀσφαλὲς καὴ θαρραλέον (sc. ἐστίν) Plat. — тому, кто знает истину, можно говорить уверенно и смело
4) дерзкий, наглый(θ. καὴ ἀναιδής Hom.)
-
2 τελεθω
быть законченным, полным, зрелым, т.е. сделаться, стать, тж. бытьνὺξ τελέθει Hom. — наступила ночь;
ζαφλεγέες τελέθουσιν Hom. — (они) находятся в расцвете сил;ἀριπρεπέες τελέθουσιν Hom. — (они) покрыты славой;ἄνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσιν Hom. — люди недолговечны;θαρσαλέος ἀνέρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων ἔργοισιν τελέθει Hom. — отважный муж больше преуспевает во всех делах;ἀπόρθητον τ. Her. — оставаться несокрушимым
См. также в других словарях:
θαρσαλέος — θαρσαλέος, α, ον (AM) θαρραλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, διψ αλέος). Ο τ. θαρραλέος με αφομοίωση] … Dictionary of Greek
θαρσαλέος — daring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλεώτερον — θαρσαλέος daring adverbial comp (attic) θαρσαλέος daring masc acc comp sg (attic) θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc comp sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλέα — θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc pl (attic) θαρραλέᾱ , θαρσαλέος daring fem nom/voc/acc dual (attic) θαρραλέᾱ , θαρσαλέος daring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσαλεώτερον — θαρσαλέος daring adverbial comp θαρσαλέος daring masc acc comp sg θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρσαλέα — θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc pl θαρσαλέᾱ , θαρσαλέος daring fem nom/voc/acc dual θαρσαλέᾱ , θαρσαλέος daring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλεωτάτων — θαρσαλέος daring fem gen superl pl (attic) θαρσαλέος daring masc/neut gen superl pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλεωτέρων — θαρσαλέος daring fem gen comp pl (attic) θαρσαλέος daring masc/neut gen comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλεώτατα — θαρσαλέος daring adverbial superl (attic) θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc superl pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλεώτατον — θαρσαλέος daring masc acc superl sg (attic) θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc superl sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρραλέον — θαρσαλέος daring masc acc sg (attic) θαρσαλέος daring neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)