Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θαλαμιά

См. также в других словарях:

  • θαλαμία — θαλαμίᾱ , θαλαμίας masc nom/voc/acc dual θαλαμίας masc voc sg θαλαμίᾱ , θαλαμίας masc voc sg (attic) θαλαμίᾱ , θαλαμίας masc gen sg (doric aeolic) θαλαμίας masc nom sg (epic) θαλαμίᾱ , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιά — θαλαμιός of neut nom/voc/acc pl θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc/acc dual θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμίᾳ — θαλαμίαι , θαλαμίας masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίας masc dat sg (attic doric aeolic) θαλαμίαι , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμίας — θαλαμίᾱς , θαλαμίας masc acc pl θαλαμίᾱς , θαλαμίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) θαλαμίᾱς , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc acc pl θαλαμίᾱς , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμιάς — θαλαμιά̱ς , θαλαμιός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμίαι — θαλαμίας masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίας masc dat sg (attic doric aeolic) θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc nom/voc pl θαλαμίᾱͅ , θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμιός — θαλαμιός, ά, όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός 2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός ο θαλαμίτης* 3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια α) (ενν. κώπη) το κουπί τού θαλαμίτη β) (ενν. οπή) η οπή από την… …   Dictionary of Greek

  • ψοφίμι — το, Ν 1. πτώμα, κουφάρι ζώου 2. α) άτομο κάτισχνο και εξαντλημένο β) άνθρωπος ψοφοδεής, δειλός, φοβητσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από τον πληθ. ψοφίμια (πρβλ. θαλάμια > θαλάμι, καλάμια > καλάμι) τού αμάρτυρου *ψοφίμιο(ν) < *ψοφιμαίον (< …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»