-
1 θέο
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θέο
-
2 θέο
θέωdhávate: pres imperat mid 2nd sg (attic epic ionic)θέωdhávate: imperf ind mid 2nd sg (attic epic ionic)τίθημιp: aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
3 θεοκόλος
θεο-κόλος, ὁ,A = θεηκόλος, servant of a god, priest, SIG684.1 (Dyme, ii B.C.), 1021.3 (Olympia, i B.C.):—hence [suff] θεο-κολέω, serve as a priest,θ. Ἀσκλαπιῷ IG9(1).1066
([place name] Amphissa):—also [suff] θεο-κολεύω, ib.417 (Aetol.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοκόλος
-
4 θεόβουλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόβουλος
-
5 θεόδμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόδμητος
-
6 θεοδόνιον
A = γλυκυσίδη, dub. in Ps.-Dsc.3.140.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοδόνιον
-
7 θεοκυνεῖ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοκυνεῖ
-
8 θεοπλήξ
Aθεόπληκτος, θεοπλήγεσσιν ἐοικότας εἰδώλοισιν Maiist.60
(unless - πληγέσσιν from [suff] θεο-πληγής, ές).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοπλήξ
-
9 θεόπνοος
Aθ. γενόμενος Corp.Herm.1.30
;θ. ὕδωρ Numen.
ap. Porph.Antr.10; πρόσωπον, of the Sphinx, Epigr.Gr.1016.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόπνοος
-
10 θεοτέρατος
θεο-τέρᾰτος, ον,A with divine portents, πλάναι θ., of Io's wanderings, dithyrambic phrase in Demetr.Eloc.91 codd. [suff] θεο-τερπής, ές, of a dish, fit for the gods, Philox.2.9; pleasing to God,βιοτή AP9.197
(Marin.); cf. θεοταρπέες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοτέρατος
-
11 θεοτίμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοτίμητος
-
12 θεόφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόφατος
-
13 θεοχολωσία
θεο-χολωσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοχολωσία
-
14 θεοβρότιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοβρότιον
-
15 θεογαμία
θεο-γᾰμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογαμία
-
16 θεογάμια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογάμια
-
17 θεογέναιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογέναιος
-
18 θεογενής
θεο-γενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογενής
-
19 θεογεννής
θεο-γεννής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογεννής
-
20 θεόγλωσσος
θεό-γλωσσος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόγλωσσος
См. также в других словарях:
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θέο — θέω dhávate pres imperat mid 2nd sg (attic epic ionic) θέω dhávate imperf ind mid 2nd sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek