Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+όψη

  • 61 прекрасно

    прекрасн||о
    1. нареч θαυμάσια, ἔξοχα, λαμπρά, ὠραιότατα, ἐξαίρετα:
    он \прекрасно выглядит ίχει θαυμάσια ὅψη·
    2. предик безл εἶναι θαυμάσιο:
    вот и \прекрасно! θαυμάσια!, λαμπρά!· это \прекрасно αὐτό εἶναι θαυμάσιο.

    Русско-новогреческий словарь > прекрасно

  • 62 приметца

    приметца
    ж
    1. τό σημάδι, τό σημείο(ν), ἡ ἔνδειξη [-ις]; особые \приметцаы τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά·
    2. (у суеверных людей) ὁ οίωνός, τό σημάδι:
    дурная \приметца ἡ κακο-σημαδιά, ὁ κακός οίωνός· ◊ иметь кого-л. на \приметцае разг προσέχω, παρακολουθώ κάποιον иметь что́-л. на \приметцае ἔχω κάτι ὑπ' ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > приметца

  • 63 приобрести

    приобрести
    сов, приобретать несов
    1. ἀποκτώ, ἀποχτώ / ἀγοράζω, ψωνίζω (покупать):
    \приобрести ио́вую кни́гу ἀποκτώ καινούργιο βιβλίο· \приобрести друзей ἀποκτώ φίλους, κάνω φίλους·
    2. (получать) ἀποκτώ, παίρνω, λαμβάνω:
    \приобрести знания ἀποκτβ γνώσεις· \приобрести новое значение παίρνω νέα σημασία· \приобрести здоровый вид ἀποκτώ ὑγειή ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > приобрести

  • 64 растерянный

    растерянн||ый
    прил συγχισμένος, ἀμήχανος, ταραγμένος, σαστισμένος:
    \растерянныйый вид ἡ σαστισμένη ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > растерянный

  • 65 расчет

    расчет
    м \. ὁ ὑπολογισμός, ὁ λογαριασμός:
    приблизительный \расчет ὁ ὑπολογισμός κατά προσέγγισιν предварительный \расчет ὁ προϋπολογισμός·
    2. (уплата) ἡ πληρωμή, ὁ κανονισμός λογαριασμοῦ, ἡ ἔξόφληση [-ις]:
    производить \расчет κάνω ἐξόφληση· за наличный \расчет τοίς μετρητοίς· по безналичному \расчету ἡ πληρωμή μέσω τραπέζης· мы в \расчете είμαστε πάτσν
    3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ παύση:
    давать кому́-л. \расчет ἀπολύω κάποιον ἀπ' τήν ὑπηρεσία· получить \расчет ἀπολύομαι ἀπό τήν δουλειά·
    4. (намерение, предположение) ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός:
    по моим \расчетам κατά τους ὑπολογισμούς μου· это не входит в мой \расчеты δέν ἔχω τέτοια πρόθεση· обмануться в \расчетах πέφτω ἔξω στους ὑπολογισμούς μου·
    5. (выгода) τό ὀφελος, τό συμφέροΜ:
    мне нет никакого \расчета ехать δέν ἔχω κανένα συμφέρο νά πάω· из \расчета ἀπό ὑπολογισμό·
    6. воен. τό στοι-χείο[ν], τό προσωπικό τοῦ πυροβόλου· ◊ принимать в \расчет παίρνω ὑπ· δψη· в \расчете на... ὑπολογίζοντας, ἔχοντας ὑπ· ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > расчет

  • 66 совокупность

    совокупность
    ж τό σύνολο[ν]:
    по \совокупностьости παίρνοντας ὑπ' ὅψη τό σύνολο· в \совокупностьости συνολικά.

    Русско-новогреческий словарь > совокупность

  • 67 товар

    товар
    м τό ἐμπόρευμα:
    \товары народного потребления τά ἐμπορεύματα πλατειᾶς κατανάλωσης· хо́дкяй (лежалый) \товар τό περιζήτητο (τό ἀπούλητο) ἐμπόρευμα· вывоз \товаров ἡ ἐξαγωγή ἐμπορευμάτων ◊ показать \товар лицом δείχνω τήν καλή ὅψη τής πραμάτειας.

    Русско-новогреческий словарь > товар

  • 68 тщедушный

    тщедушный
    прил ἀδύνατος, ἀσθενικός, καχεκτικός:
    \тщедушный человек ὁ ἰσχνός ἄνθρωπος· \тщедушный вид ἡ φιλάσθενη ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > тщедушный

  • 69 убожество

    убо́||жество
    с прям., перен ἡ φτώχεια, ἡ μιζέρια, ἡ πενιχρότητα [-ης]/ ἡ ἀθλιότητα, ἡ ἄθλια ὅψη (убогий вид).

    Русско-новогреческий словарь > убожество

  • 70 ужасный

    ужасн||ый
    прил
    1. (страшный) φρικτός, φρικαλέος, τρομερός:
    \ужасный вид ἡ φρικτή ὅψη· \ужасныйое несчастье τό τρομερό δυστύχημα· \ужасныйое положение ἡ τρομερή (или φρικτή) κατάσταση·
    2. (плохой) φρικτός, φοβερός, ἀπαίσιος:
    у него \ужасный характер ἔχει ἀπαίσιο χαρακτήρα·
    3. (чрезмерный, очень сильный) φοβερός, τρομερός:
    \ужасный ветер ὁ φοβερός ἄνεμος· он \ужасный трус εἶναι τρομερά δειλός.

    Русско-новогреческий словарь > ужасный

  • 71 уже

    уже I
    1. нареч ήδη, πιά, κιόλας:
    он \уже уехал ήδη ἀνεχώρησε, ἔφυγε κιόλας· он \уже не маленький δέν εἶναι πιά μικρός· вот \уже... ἐδώ καί...· вот \уже пять лет прошло́ с тех пор, как... πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια ἀπό τότε·
    2. частица καί μόνον, μοναχά:
    \уже по лицу́ ее он понял, что случилось неладное ἀπό τήν ὅψη της μόνον κατάλαβε πώς συνέβη κάτι κακό.
    у́же II
    сравнит, ст. от узкий и у́зко.

    Русско-новогреческий словарь > уже

  • 72 уморительный

    умор||ительный
    прил разг πολύ ἀστείος:
    \уморительныйительный вид ἡ ἀστεία ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > уморительный

  • 73 цветущий

    цветущий
    прил
    1. (о растениях) ἀνθισμένος·
    2. перен ἀνθηρός:
    у него́ \цветущий вид ἔχει ἀνθηρή ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > цветущий

  • 74 вид

    [βίτ] ουσ. α. όψη, εμφάνιση, ύφος, έκφραση

    Русско-греческий новый словарь > вид

  • 75 наружность

    [ναρούζναστ'] ουσ. θ. εξωτερική όψη

    Русско-греческий новый словарь > наружность

  • 76 облик

    [όμπλικ] ουσ α. εξωτερική όψη, μορφή

    Русско-греческий новый словарь > облик

  • 77 односторонний

    [αντνασταρόννιΐ] εκ. με μία όψη, μονόπλευρος

    Русско-греческий новый словарь > односторонний

  • 78 вид

    [βίτ] ουσ α όψη, εμφάνιση, ύφος, έκφραση

    Русско-эллинский словарь > вид

  • 79 наружность

    [ναρούζναστ'] ουσ θ εξωτερική όψη

    Русско-эллинский словарь > наружность

  • 80 облик

    [όμπλικ] ουσ α εξωτερική όψη, μορφή

    Русско-эллинский словарь > облик

См. также в других словарях:

  • όψη — η (ΑΜ ὄψις) 1. το εξωτερικό μέρος προσώπου ή πράγματος, αυτό που κατ εξοχήν φαίνεται, η επιφάνεια (α. «η όψη τού υφάσματος» β. «δῶρον, οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.) 2. πρόσωπο, έκφραση, θωριά, φυσιογνωμία (α. «γελαστή όψη» β. «ὄψιν τέρειναν τήνδ… …   Dictionary of Greek

  • όψη — η 1. βλέμμα, κοίταγμα, εμφάνιση, φυσιογνωμία, πρόσωπο, έκφραση. 2. πλευρά πράγματος: Η άλλη όψη του νομίσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄψη — ὄψις aspect fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὄψος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄψος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψῃ — ὁράω Inscr. destombeaux des rois aor subj mid 2nd sg ὁράω Inscr. destombeaux des rois fut ind mid 2nd sg ὄψηι , ὄψις aspect fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψηι — ὄψῃ , ὁράω Inscr. destombeaux des rois aor subj mid 2nd sg ὄψῃ , ὁράω Inscr. destombeaux des rois fut ind mid 2nd sg ὄψις aspect fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»