Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+όψη

  • 41 экстерьер

    зоол. η εξωτερική όψη (του ζώου).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экстерьер

  • 42 беспокойный

    беспоко́й||ный
    прил
    1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:
    \беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;
    2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):
    \беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;
    3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:
    \беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα.

    Русско-новогреческий словарь > беспокойный

  • 43 ввысь

    ввысь
    нареч ἄνω, (έ)πάνω, (ὐ)ψηλά, προς τά πάνω, εἰς τά ὄψη.

    Русско-новогреческий словарь > ввысь

  • 44 верх

    верх
    м
    1. (верхняя часть) τό (ἐ)πάνω μέρος, τό [ὐ]ψηλότερο[ν] μέρος:
    \верх до́ма τό πάνω μέρος (или τό πάνω πάτωμα) τοῦ σπιτιού·
    2. (экипажа, машины и т. п.) τό κάλυμμα, ἡ καπότα (τοῦ ἀμαξιού)·
    3. (высшая степень, предел) τό κορύφωμα, ὁ κολοφών, τό ἀπόγειον, τό ἄκρον:
    \верх счастья τό κορύφωμα τής εὐτυχίας· быть на \верху блаженства εἶμαι στό κορύφωμα τής εὐδαιμονίας· это \верх нахальства εἶναι τό ἄκρον ἄωτον τής ἀναίδειας·
    4. (лицевая сторона материи) ἡ καλή, ἡ ὀψη, τό ἐξωτερικόν ◊ одержа́ть \верх над кем-л. νικώ κάποιον, βγαίνω νικητής.

    Русско-новогреческий словарь > верх

  • 45 внешность

    внешн||ость
    ж τό ἐξωτερικό[ν], ἡ ἐμφάνιση [-ις[, τό παρουσιαστικό, ἡ ἐξωτερική ὄψη [-ις], ἡ ἐπιφάνεια:
    красивая \внешностьость ἡ ὠραία ἐμφάνιση· \внешностьость обманчива τά φαινόμενα ἀπατοῦν, ἡ ἐξωτερική ἐμφάνιση εἶναι ἀπατηλή.

    Русско-новогреческий словарь > внешность

  • 46 внимание

    внимани||е
    с
    1. ἡ προσοχή:
    достойный \вниманиея ἀξιοπρόσεκτος, ἀξιοσημείωτος· обращать \внимание δίνω προσοχή, στρέφω τήν προσοχή μου· ре обращайте \вниманиея (на э́то) μή δίνετε σημασία· привлекать чье-л. \вниманиее τραβάω (или ἐπισύρω) τήν προσοχή· принимать во \внимание παίρνω ὑπ' ὀψη· оставлять без \вниманиея что-л. δέν δίνω προσοχή, δέν δίνω σημασία· \внимание1 προσοχή!·
    2. (предупредительность) ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα, ἡ περιποίηση:
    оказывать кому́-л. \вниманиее φροντίζω (или μεριμνώ) γιά κάποιον окружать кого-л. \вниманиеем
    περιβάλλω κάποιον μέ φροντίδα, περιποιούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > внимание

  • 47 возбужденный

    возбужд||енный
    1. прич. от возбуждать·
    2. прил ἐρεθισμένος, ταραγμένος:
    \возбужденныйенное состояние ἡ ταραχή, ὁ ἐρεθισμός, ἡ διέγερση· \возбужденныйенный вид ἡ ταραγμένη ὀψη.

    Русско-новогреческий словарь > возбужденный

  • 48 изможденный

    изможденный
    прил ἐξουθενωμένος, κάτισχνος, ἀποκαμωμένος:
    \изможденный вид ἐξουθενωμένη ὀψη.

    Русско-новогреческий словарь > изможденный

  • 49 измученный

    изму́ч||енный
    1. прич. от измучить·
    2. прил βασανισμένος, ἐξαντλημένος, ταλαιπωρημένος:
    у него́ \измученный вид ἔχει ταλαιπωρημένη ὀψη.

    Русско-новогреческий словарь > измученный

  • 50 изнанка

    изнанк||а
    ж
    1. ἡ ἀνάποδη:
    на\изнанкау ἀνάποδα· вывернуть иа\изнанкау γυρίζω τό μέσα ἔξω·
    2. перен ἡ ἀνάποδη:
    \изнанка событий ἡ ἀλλη ὀψη τών γεγονότων.

    Русско-новогреческий словарь > изнанка

  • 51 конфигурация

    конфигурация
    ж ἡ διαμόρφωση [-ις], τό ἐξωτερικό[ν] σχήμα:
    \конфигурация местности ἡ χωρογραφική ὀψη μιᾶς τοποθεσίας.

    Русско-новогреческий словарь > конфигурация

  • 52 лицевой

    лицев||ой
    прил
    1. (наружный) μπροστινός:
    \лицевойа́я сторона ἡ καλή (όψη) τοῦ ὑφάσματος (материи)/ ἡ πρόσοψη [-ις] (здания)·
    2. анат. προσωπικός, τοῦ προσώπου· ◊ \лицевой счет бухг. ὁ προσωπικός λογαριασμός.

    Русско-новогреческий словарь > лицевой

  • 53 наружность

    нару́жн||ость
    ж τό παρουσιαστικό, ἡ ἐξωτερική ὀψη, ἡ θωριά:
    \наружность обманчива ἡ θωριά ξεγελάει.

    Русско-новогреческий словарь > наружность

  • 54 неаппетитный

    неаппети́тн||ый
    прил ἀνοστος / перен ἀντιπαθητικός, ἀποκρουστικός:
    \неаппетитныйая еда ἄΥοστο φαγητό· \неаппетитный вид ἀποκρουστική ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > неаппетитный

  • 55 односторонней

    односторонней
    прил
    1. (о материи) μέ μιά ὀψη·
    2. (в одном направлении) μονομερής:
    \односторонней-ее движение транспорта ὁ μονόδρομος·
    3. (о действии, соглашении и т. п.) μονόπλευρος·
    4. перен μονομερής, μονόπλευρος / περιορισμένος (о человеке).

    Русско-новогреческий словарь > односторонней

  • 56 озлобленный

    озло́б||ленный
    1. прич. от озлобить1
    2. прил ἐξοργισμένος, γεμάτος ἐχθρα, γεμάτος κακία, ἐξαγριωμένος:
    \озлобленныйленный вид ἡ ὀγρια ὀψη.

    Русско-новогреческий словарь > озлобленный

  • 57 отчаянно

    отчаянн||о
    нареч
    1. ἀπεγνωσμένα [-ως]·
    2. (очень) φοβερά, φρικτά:
    она \отчаянно (плохо) выглядит ἔχει φοβερή ὀψη.

    Русско-новогреческий словарь > отчаянно

  • 58 посмотреть

    посмотреть
    сов
    1. см. смотреть·
    2. только с отриц. δέν θά λογαριάσω:
    я не посмотрю, что ты старше меня А6ву ί θά λογαριάσω (δέν θά πάρω ὑπ' ὅψη), ὅτι είσαι μεγαλύτερός μου.

    Русско-новогреческий словарь > посмотреть

  • 59 посчитаться

    посчитать||ся
    1. (рассчитаться) разг прям., перен τακτοποιώ τούς λογαριασμούς μου:
    я с тобой посчитаюсь! перен θά λογαριαστοῦμε μαζί σου·
    2. (с мнением и т. п.) ὑπολογίζω, παίρνω ὑπ· ὅψη μου.

    Русско-новогреческий словарь > посчитаться

  • 60 праздничный

    праздни||чный
    прил ἐορταστικός, ἐορτάσιμος (о дне) / γιορτερός, γιορτινός (об одежде):
    \праздничныйчный вид ἡ γιορτινή ὅψη· \праздничныйчное настроение ἡ γιορτινή διάθεση· \праздничныйчный день ἡ ἐορτάσιμη ἡμέρα, ἡ ἐόρτιος ήμερα.

    Русско-новогреческий словарь > праздничный

См. также в других словарях:

  • όψη — η (ΑΜ ὄψις) 1. το εξωτερικό μέρος προσώπου ή πράγματος, αυτό που κατ εξοχήν φαίνεται, η επιφάνεια (α. «η όψη τού υφάσματος» β. «δῶρον, οὐ σπουδαῑον εἰς ὄψιν», Σοφ.) 2. πρόσωπο, έκφραση, θωριά, φυσιογνωμία (α. «γελαστή όψη» β. «ὄψιν τέρειναν τήνδ… …   Dictionary of Greek

  • όψη — η 1. βλέμμα, κοίταγμα, εμφάνιση, φυσιογνωμία, πρόσωπο, έκφραση. 2. πλευρά πράγματος: Η άλλη όψη του νομίσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄψη — ὄψις aspect fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὄψος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄψος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψῃ — ὁράω Inscr. destombeaux des rois aor subj mid 2nd sg ὁράω Inscr. destombeaux des rois fut ind mid 2nd sg ὄψηι , ὄψις aspect fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψηι — ὄψῃ , ὁράω Inscr. destombeaux des rois aor subj mid 2nd sg ὄψῃ , ὁράω Inscr. destombeaux des rois fut ind mid 2nd sg ὄψις aspect fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»