-
1 plantation
φυτεία -
2 plantáž
φυτεία -
3 plantation
φυτεία -
4 plantacja
φυτεία -
5 плантация
-
6 plantation
[plæn-]1) (a place that has been planted with trees.) φυτεία2) (a piece of land or estate for growing certain crops, especially cotton, sugar, rubber, tea and tobacco: He owned a rubber plantation in Malaysia.) φυτεία -
7 лесонасаждение
1. (разведение лесов) η αναδάσωση, η δενδροφύτευση 2. (участок, насаженный лесом) η δενδρο-φυτείαполезащитное - οι προστατευτικές (π.χ. από άνεμο) δασικές ζώνες, φυτοπρο-στατευτικά δέντρα ή θάμνοι γύρω από τα χωράφια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лесонасаждение
-
8 плантация
η φυτεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плантация
-
9 березняк
березнякм φυτεία ἀπό σημύδες. -
10 вегетация
вегет||а́цияж бот. ἡ βλάστηση [-ις], ἡ φυτεία. -
11 конопляник
конопля́||никм ἡ φυτεία καννάβεως. -
12 насаждение
насаждени||ес1. (действие) ἡ φύ-τευση [-ις], ἡ φυτεία·2. перен ἡ ἐμφύτευση [-ις]. ἡ ἐπιβολή, ἡ ἐγκατάσταση [-ις] / ἡ εἰσαγωγή (введение)/ ἡ διάδοση, ἡ προ-παγάνδιση (распространение)·3. \насаждениеия мн.:зеленые \насаждениеня οἱ δενδροφυτείες. -
13 овощеводство
овощеводствос ἡ καλλιέργεια (или ἡ Φυτεία) λαχανικών. -
14 орешник
орешникм1. (растение) ἡ λεπτοκα-ρυδιά·2. (заросль) ἡ φυτεία λεπτοκαρυ-διῶν. -
15 плантация
плантацияж τό μεγάλο ἀγρόκτημα, ἡ φυτεία, οἱ φυτείες:чайная \плантация ὁ£ φυτείες τσαγιοῦ. -
16 посадка
посадк||аж1. (растений · действие) ἡ φύτευση, τό φύτευμα·2. \посадкаи мн. φυτεία:\посадкаи картофеля οἱ φυτείες πατάτας3. ἡ ἐπιβίβαση / τό μπαρκάρισμα (Ш судно)/ ἡ ἐπιβίβαση στό τραίνο (на поезд)·4. ἀβ. ἡ προσγειωση [-ις] / ἡ προσ· θαλασσωση [-ις] (на воду):вынужденна, \посадка ἡ ἀναγκαστική προσγείωση· совершил \посадкау προσγειώνομαι, προσγειοβμαν5. (осанка) ἡ θέση, ἡ τοποθέτηση·6. (ма нера сидеть в седле) ἡ στάση τοῦ ἐφιππου. -
17 чайный
чай||ныйприл τοῦ τσαϊοῦ:\чайныйная ло́жка κουταλάκι τοῦ τσαϊοῦ· \чайныйный сервиз τό σερβίτσιο τοῦ τσαίοδ· \чайныйная плантация ἡ φυτεία τσαϊοῦ· \чайныйный магазин τό τεῖοπω-λεῖοΜ· ◊ \чайныйная роза ρόζ ντέ τέ. -
18 ягодник
ягодникм1. (место) φυτεία καρποφόρων θάμνων2. (куст) καρποφόρος θάμνος. -
19 кофейный
επ.καφεΐκός• του καφέ• από καφέ•-ая плантация φυτεία καφέ•
-ая гуща τα κατακάθια του καφέ, ντελβές•
кофейный цвет το καφέ χρώμα.
|| καφετής.ουσ. θ. -ая παλ. καφενείο.εκφρ.- ое дерево – η καφέα. -
20 насаждение
-я ουδ.1. φύτευση, -μα•насаждение полезащитных лесных полос φύτευση προστατευτικών δασικών ζωνών.
|| εισαγωγή, μπάσιμο•насаждение культуры εισαγωγή πολιτισμού.
2. φυτεία, δεντροφυτεία, τα φυτευμένα δέντρα•новые -я νέες δεντροφυτείες.
-я ουδ.βλ. насаждение.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυτεία — φυτείᾱ , φυτεία planting fem nom/voc/acc dual φυτείᾱ , φυτεία planting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείᾳ — φυτείᾱͅ , φυτεία planting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (44 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Κουτσοχώρι (υψόμ. 670 μ.) και ο Άγιος Νικόλαος. * * * η, Ν 1. (με περιλπτ. σημ.) νεαρά… … Dictionary of Greek
φυτεία — I 1. τα νεαρά φυτά που μεταφυτεύτηκαν και καλλιεργούνται σε χωράφι ή κήπο. 2. το νεαρό αμπέλι πριν ακόμη βγάλει καρπούς. II 1. τόπος κατάφυτος από ορισμένο είδος φυτών, τόπος φυτεμένος με κάτι: Φυτεία ζαχαροκάλαμου. 2. το σύνολο των φυτών που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτείας — φυτείᾱς , φυτεία planting fem acc pl φυτείᾱς , φυτεία planting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείαν — φυτείᾱν , φυτεία planting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτειῶν — φυτεία planting fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεῖαι — φυτεία planting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείαις — φυτεία planting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείῃ — φυτεία planting fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καφεοφυτεία — η φυτεία με καφεόδεντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφέ α (με συνδετικό φωνήεν ο) + φυτεία (< φυτεία < φυτεύω), πρβλ. βαμβακο φυτεία, σταφιδο φυτεία] … Dictionary of Greek