-
1 φυτεία
-
2 φυτεία
-
3 μετα-φυτεία
μετα-φυτεία, ἡ, Umpflanzung, Theophr.
-
4 νεο-φυτεία
νεο-φυτεία, ἡ, junge Anpflanzung, Sp.
-
5 ἀπο-φυτεία
ἀπο-φυτεία, ἡ, das Ablegermachen, die Verpflanzung, Theophr.
-
6 ἐμ-φυτεία
-
7 ἐλαιο-φυτεία
ἐλαιο-φυτεία, ἡ, Oelpflanzung, St. B. v. Φελλεύς.
-
8 θαιμός
-
9 ἀποφυτεία
ἀπο-φυτεία, das Ablegermachen, die Verpflanzung -
10 ἐλαιοφυτεία
ἐλαιο-φυτεία, ἡ, Ölpflanzung -
11 ἐμφυτεία
ἐμ-φυτεία, ἡ, das Einpflanzen; Einpfropfen -
12 μεταφυτεία
μετα-φυτεία, ἡ, Umpflanzung -
13 νεοφυτεία
νεο-φυτεία, ἡ, junge Anpflanzung
См. также в других словарях:
φυτεία — φυτείᾱ , φυτεία planting fem nom/voc/acc dual φυτείᾱ , φυτεία planting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείᾳ — φυτείᾱͅ , φυτεία planting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (44 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Κουτσοχώρι (υψόμ. 670 μ.) και ο Άγιος Νικόλαος. * * * η, Ν 1. (με περιλπτ. σημ.) νεαρά… … Dictionary of Greek
φυτεία — I 1. τα νεαρά φυτά που μεταφυτεύτηκαν και καλλιεργούνται σε χωράφι ή κήπο. 2. το νεαρό αμπέλι πριν ακόμη βγάλει καρπούς. II 1. τόπος κατάφυτος από ορισμένο είδος φυτών, τόπος φυτεμένος με κάτι: Φυτεία ζαχαροκάλαμου. 2. το σύνολο των φυτών που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυτείας — φυτείᾱς , φυτεία planting fem acc pl φυτείᾱς , φυτεία planting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείαν — φυτείᾱν , φυτεία planting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτειῶν — φυτεία planting fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεῖαι — φυτεία planting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείαις — φυτεία planting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτείῃ — φυτεία planting fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καφεοφυτεία — η φυτεία με καφεόδεντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφέ α (με συνδετικό φωνήεν ο) + φυτεία (< φυτεία < φυτεύω), πρβλ. βαμβακο φυτεία, σταφιδο φυτεία] … Dictionary of Greek