Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+υπόθεση

См. также в других словарях:

  • υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… …   Dictionary of Greek

  • υπόθεση η — 1. ό,τι υποθέτει κανείς, ό,τι θεωρεί ως δεδομένο ή ως πραγματικό, ως βάση σκέψης. 2. πιθανοφανής αρχή για εξήγηση φυσικών φαινομένων, που μπορεί να αποβεί θεωρία: Η υπόθεση του Δαρβίνου για τη γένεση των ειδών. 3. το θέμα, το αντικείμενο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γουότεργκεϊτ, υπόθεση — (Watergate Affair). Ονομασία που δόθηκε στο σοβαρότερο πολιτικό σκάνδαλο των ΗΠΑ του 20ού αι. Η υ.Γ. έθεσε σε δοκιμασία τους συνταγματικούς θεσμούς της χώρας και οδήγησε στη μοναδική έως σήμερα παραίτηση προέδρου των ΗΠΑ. Η υ.Γ. έλαβε την… …   Dictionary of Greek

  • περιδέραιου υπόθεση — Συνταρακτική δικαστική υπόθεση στη Γαλλία, που διαδραματίστηκε το 1785 1786. Ήρωας της υπόθεσης αυτής ήταν ο καρδινάλιος ντε Ροάν, ο οποίος, στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, εξαπατήθηκε από την κόμησα ντε λα… …   Dictionary of Greek

  • Σάκο και Βαντσέτι, υπόθεση- — (Sacco και Vanzetti). Στην αμερικανική ιστορία, δίκη για φόνο και καταδίκη δύο αναρχικών Ιταλών μεταναστών, που προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο Νίκολα Σ (1891 1927) και ο Μπαρτολομέο Β (1888 1927) συνελήφθησαν με την κατηγορία ληστείας και… …   Dictionary of Greek

  • Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… …   Dictionary of Greek

  • δυαδική θεωρία — Υπόθεση που προτάθηκε από τον Άγγλο χημικό Χάμφρεϊ Ντέιβι για να γίνει δυνατή η αναγωγή των αλάτων των αλογόνων (π.χ. NaCl) και των αλάτων των οξυγονούχων οξέων (π.χ. NaNO3) στον ίδιο τύπο (το μονοσθενές Cl’ μπορεί να αντικατασταθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»