Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+υπόθεση

  • 21 бессюжетный

    επ.
    χωρίς υπόθεση•

    бессюжетный фильм κινηματογραφικό έργο χωρίς υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > бессюжетный

  • 22 действие

    ουδ.
    1. δράση, ενέργεια, πράξη•

    план -я σχέδιο δράσης•

    действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•

    математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•

    радиус -я ακτίνα δράσης•

    самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).

    πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•

    военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•

    быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•

    привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.

    || εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•

    продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•

    вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•

    закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•

    входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.

    3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•

    мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•

    магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•

    химическое действие χημική επίδραση•

    бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•

    благотворное действие ευεργετική επίδραση•

    удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•

    не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•

    разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•

    под -ем κάτω από την επίδραση.

    4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•
    5. πράξη (θεατρικού έργου)•

    пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.

    6. πράξη (αριθμητική)•

    четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > действие

  • 23 замешать

    ρ.σ.
    1. αναμιγνύω, ανακατεύω, μπλέκω, μπερδεύω (σε επικίνδυνη, άσχημη υπόθεση).
    2. αρχίζω να αναμιγνύω κλπ. ρ. 1 σημ.
    1. ανακατεύομαι, χάνομαι,• замешать в толпу ανακατεύομαι, στο πλήθος.
    2. μπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμιγνύομαι, (σε επικίνδυνη, βρωμερή υπόθεση).
    3. παλ. παθαίνω σύγχυση,τα χάνω.
    4. αρχίζωι να αναμιγνύομαι, να ανακατεύομαι, να μπλέκομαι, να μπερδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замешать

  • 24 запутать

    -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запутанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μπερδεύω, ανακατεύω, περιπλέκω (για κλωστές κ.τ.τ.).
    2. μτφ. συγχύζω, συγχέω•

    запутать дело μπερδεύω την υπόθεση,

    3. μτφ. σκοτίζω, θολώνω.
    4. μτφ. μπλέκω, τυλίγω (σε βρωμερή, ανήθικη υπόθεση).
    1. μπερδεύομαι κλπ. ρ.μ.
    2. μτφ. συγχύζομαι, παθαίνω σύγχυση (στην ομιλία, σκέψη κ.τ.τ.).
    3. χάνω το δρόμο, περιπλανιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > запутать

  • 25 кончить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. конченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. τελειώνω, περατώνω•

    кончить ремонт τελειώνω την επισκευή•

    кончить разговор τελειώνω την κουβέντα.

    2. πεθαίνω, τελευτώ•

    он -ил самоубийством αυτός αυτοκτόνησε.

    || φονεύω, σκοτώνω•

    он выстрелил в медведицу и сразу -ил её πυροβόλησε την αρκούδα κι αμέσως την σκότωσε.

    εκφρ.
    кончить жизнь ή век – πεθαίνω•
    кончить скверно ή плохо, дурно – τελειώνω άσχημα, έχω άσχημο τέλος ζωής.
    1. τελειώνω, εκπνέω (για προθεσμία). || εξαντλούμαι (για εφεδρεί ες).
    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    этим дело не -лось μ αυτό η υπόθεση δεν τέλειωσε•

    кончить ни чем τζίφος η υπόθεση•

    тем это и -лось αυτό ήταν το τέλος του•

    перемирие -лось η ανακωχή τέλειωσε.

    || πεθαίνω, τελευτώ, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > кончить

  • 26 обстоять

    -оит
    ρ.δ. (για κατάσταση) είμαι, βρίσκομαι, πηγαίνω, έχω•

    как -ят ваши дела? πως πάνε οι δουλειές σας;•

    всё -ит хорошо όλα πάνε καλά•

    дело -ит не так η υπόθεση δεν έχει έτσι•

    иначе -ит дело διαφορετικά έχει η υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > обстоять

  • 27 подсудный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно (με δοτ.) υποκείμενος στη δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα•

    дело -дно народному суду η υπόθεση είναι αρμοδιότητας του λαϊκού δικαστηρίου•

    -ое дело η υπόθεση είναι για δικαστήριο•

    Большой русско-греческий словарь > подсудный

  • 28 продвинуть

    ρ.σ.
    1. προωθώ, μετακινώ. || περνώ•

    продвинуть стол через дверь περνώ το τραπέζι από την πόρτα.

    2. μτφ. προωθώ•

    продвинуть дело προωθώ την υπόθεση.

    || προάγω, προβιβάζω•

    по службе προάγω στην υπηρεσία.

    1. κινούμαι προς τα μπρος, προωθούμαι•

    враг -лся на 10 километров ο εχθρός προωθήθηκε κατά 10 χιλιόμετρα.

    || περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι, πηγαίνω• εισδύω•

    с трудом он -лся в окно με δυσκολία αυτός πήγε στο παράθυρο.

    2. μτφ. προωθούμαι•

    дело -лось η υπόθεση προωθήθηκε.

    || προάγομαι, προβ ιβάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > продвинуть

  • 29 протянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•

    протянуть руку τεντώνω το χέρι•

    протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•

    протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.

    2. τραβώ, έλκω, σύρω.
    3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    4. καθυστερώ, τρενάρω•

    протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.

    5. ζω•

    он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.

    6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).
    7. μτφ. κριτικάρω•

    протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.
    εκφρ.
    протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι• απλώνομαι.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•

    дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

    3. ξαπλώνω•

    протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.

    4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•

    это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.

    Большой русско-греческий словарь > протянуть

  • 30 разладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ (τη ρυθμική λειτουργία)•

    разладить часы χαλνώ το ωρολόγι•

    разладить машину χαλνώ τη μηχανή•

    совсем στίαραλιάζω.

    2. μτφ. διαλύω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    разладить дело χαλνώ την υπόθεση•

    разладить свадьбу χαλνώ το γάμο.

    3. παλ. χαλνώ κάτι που υπάρχει (σχέσεις, φιλία κ.τ.τ.).
    1. χαλνώ, δε λειτουργώ κανονικά•

    станок -лся η εργατομηχανή δε δουλεύει καλά.

    2. χαλαρώνω•

    отношения -лись οι σχέσεις δεν εί-και τόσο καλές•

    дело -лось η υπόθεση χάλασε.

    3. ξεχορδίζομαι, ξεκουρντίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разладить

  • 31 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 32 стопорить

    ρ.δ.μ. σταματώ, ανακόπτω, αναστέλλω τη λειτουργέ ία μηχανής, μηχανισμού, ανακόπτω την κίνηση. || μτφ. καθυστερώ•

    стопорить дело καθυστερώ την υπόθεση.

    σταματώ. || μτφ. καθυστερούμαι•

    дело -ится η υπόθεση καθυστερείται.

    Большой русско-греческий словарь > стопорить

  • 33 сюжет

    α.
    η υπόθεση έργου•

    сюжет трагедии Софокла «Антигона» η υπόθεση της τραγωδίας του Σοφοκλή «Αντιγόνη».

    Большой русско-греческий словарь > сюжет

  • 34 сюжетный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    της υπόθεσης έργου•

    -ое развитие η εξέλιζη της υπόθεσης έργου.

    || με υπόθεση•

    сюжетный фильм κινηματογραφική ταινία με υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > сюжетный

  • 35 терпеть

    терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -о
    ρ.δ.
    1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•

    терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•

    терпеть боль βαστώ τον πόνο•

    -и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.

    || ανέχομαι, σηκώνω•

    он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•

    он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•

    дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.

    2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•

    терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•

    -поражение δοκιμάζω ήττα•

    терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•

    терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•

    терпеть лишения περνώ στερήσεις.

    || περιμένω, καρτερώ•

    дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•

    время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•

    время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.

    εκφρ.
    бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).
    ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > терпеть

  • 36 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

  • 37 бессюжетный

    χωρίς υπόθεση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бессюжетный

  • 38 вопрос

    1. (обращение к кому-л., требующее ответа) η ερώτηση, το ερώτημα
    косвенный - грам. έμμεση -
    2. (положе-ние, требующее разрешения, проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα
    рассмотрение - а η συζήτηση/εξέταση του θέματος/ζητήματος
    решать - λύνω το ζήτημα/πρόβλημα
    неразрешённый - το άλυτο ζήτημα/πρόβλημα
    3. (дело, касающееся, зависящее либо определяемое чем-л) η υπόθεση, το ζήτημα, το θέμα
    -
    представляющий взаимный интерес - με αμοιβαία ενδιαφέροντα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вопрос

  • 39 аккредитива

    фин. - της πιστωτικής επιστολής, обратное - закона (юр) αναδρομική - του νόμου 7. (воздействие, влияние) η επίδραση, η επιρροή 8. (событие в каком-л произведснии) η υπόθεση, η δράση 9. театр. η πράξη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аккредитива

  • 40 допущение

    1. (предположение, гипотеза) η υπόθεση, η παραδοχή 2. (разрешение на право участия в чем-л.) η άδεια, το δικαίωμα (της συμμετοχής)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допущение

См. также в других словарях:

  • υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… …   Dictionary of Greek

  • υπόθεση η — 1. ό,τι υποθέτει κανείς, ό,τι θεωρεί ως δεδομένο ή ως πραγματικό, ως βάση σκέψης. 2. πιθανοφανής αρχή για εξήγηση φυσικών φαινομένων, που μπορεί να αποβεί θεωρία: Η υπόθεση του Δαρβίνου για τη γένεση των ειδών. 3. το θέμα, το αντικείμενο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γουότεργκεϊτ, υπόθεση — (Watergate Affair). Ονομασία που δόθηκε στο σοβαρότερο πολιτικό σκάνδαλο των ΗΠΑ του 20ού αι. Η υ.Γ. έθεσε σε δοκιμασία τους συνταγματικούς θεσμούς της χώρας και οδήγησε στη μοναδική έως σήμερα παραίτηση προέδρου των ΗΠΑ. Η υ.Γ. έλαβε την… …   Dictionary of Greek

  • περιδέραιου υπόθεση — Συνταρακτική δικαστική υπόθεση στη Γαλλία, που διαδραματίστηκε το 1785 1786. Ήρωας της υπόθεσης αυτής ήταν ο καρδινάλιος ντε Ροάν, ο οποίος, στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, εξαπατήθηκε από την κόμησα ντε λα… …   Dictionary of Greek

  • Σάκο και Βαντσέτι, υπόθεση- — (Sacco και Vanzetti). Στην αμερικανική ιστορία, δίκη για φόνο και καταδίκη δύο αναρχικών Ιταλών μεταναστών, που προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο Νίκολα Σ (1891 1927) και ο Μπαρτολομέο Β (1888 1927) συνελήφθησαν με την κατηγορία ληστείας και… …   Dictionary of Greek

  • Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… …   Dictionary of Greek

  • δυαδική θεωρία — Υπόθεση που προτάθηκε από τον Άγγλο χημικό Χάμφρεϊ Ντέιβι για να γίνει δυνατή η αναγωγή των αλάτων των αλογόνων (π.χ. NaCl) και των αλάτων των οξυγονούχων οξέων (π.χ. NaNO3) στον ίδιο τύπο (το μονοσθενές Cl’ μπορεί να αντικατασταθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»