Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ταραχή

  • 61 заплетать

    ρ.δ.
    βλ. заплести.
    1. (γι,α πόδια) μπλέκομαι, μπερδεύομαι, τρικλίζω.
    2. μτω. (για γλώσσα) μπερδεύομαι•

    от волнения у.«еня язык -ется από την ταραχή η γλώσσα μου μπερδεύεται.

    Большой русско-греческий словарь > заплетать

  • 62 катавасия

    θ.
    1. (εκκλσ.) καταβασία.
    2. θόρυβος, ταραχή, φασαρία.

    Большой русско-греческий словарь > катавасия

  • 63 кипение

    ουδ.
    1. βράση, -ιμο, κόχλασμα.
    2. μτφ. αναβρασμός, ταραχή.

    Большой русско-греческий словарь > кипение

  • 64 конфузить

    -ужу, -узишь
    ρ.δ.μ.
    συγχύ ζω, ταράσσω, προξενώ ταραχή, σύγχυση•

    ты меня -ишь με συγχύζεις.

    1. ταράσσομαι, συγχύζομαι.
    2. συστέλλομαι, ντρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > конфузить

  • 65 кусок

    -ска α.
    κομμάτι, τεμάχιο. || φέτα, μερίδα•

    кусок хлеба, сыра φέτα ψωμιού, τυριού.

    || μτφ. μέσο συντήρησης, διατροφής, ύπαρξης.
    εκφρ.
    разбить на -и – κατακομματιάζω, κατατεμαχίζω•
    кусок в горло не идёт – δε μπορώ να καταπιώ τίποτε (από κούραση, ταραχή κ.τ.τ.)•
    собирать -и – μαζεύω κομμάτια, διακονεύω, ζητιανεύω•
    урвать кусок – αποσπώ, αρπάζω μέρος (πλούτου, περιουσίας κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > кусок

  • 66 кутерьма

    θ.
    φασαρία, σαματάς, ταραχή, ορυμαγδός.

    Большой русско-греческий словарь > кутерьма

  • 67 маскировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маскированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. μεταμφιέζω, μασκαρεύω.
    2. καμουφλάρω, παραλλάσσω•

    маскировать пушки καμουφλάρω τα πυροβόλα.

    || μτφ. αποκρύπτω, κρύβω, καλύπτω•

    маскировать красивыми фразами καλύπτω με ωραίες φράσεις•

    маскировать своё смущение κρύβω την ταραχή μου.

    1. μεταμφιέζομαι, μασκαρεύομαι.
    2. καμουφλάρομαι, παραλλάσσομαι. || μτφ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > маскировать

  • 68 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 69 обуревать

    -йет
    ρ.δ.μ. κυριεύω, κατέχω, καταλαμβάνω•

    страсти -ют душу τα πάθη κυριεύουν την ψυχή•

    волнение его -ет ταραχή τον πιάνει,.

    Большой русско-греческий словарь > обуревать

  • 70 окоченеть

    -ею, -ешь ρ.σ.
    1. ξεπαγιάζω,αποξυλιάζω, κρουσταλλιάζω. || μτφ. (για φόβο, ταραχή κλπ.) τα χάνω, μένω εμβρόντητος, άναυδος, κόκκαλο παγώνω.
    2. (για πτώμα) γίνομαι άκαμπτος, σκληρός, ξυλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > окоченеть

  • 71 оправить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. διορθώνω, τακτοποιώ, ισιάζω, διευθετώ συγυρίζω•

    постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    оправить скатерть διευθετώ το τραπεζομάντηλο.

    2. παλ. δικαιολογώ απαλλάσσω, αθωώνω.
    1. διορθώνομαι, τακτοπο ιούμα ι, ευτρεπίζομαι, συγυρίζομαι.
    2. καλλιτερεύω τη θέση, την κατάσταση.
    3. αναλαβαίνω, δυναμώνω, ξεγυρίζω, γερεύω, αναρρώνω. || συνέρχομαι•

    оправить от смущения, испуга συνέρχομαι από την ταραχή, το φόβο.

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    συναρμόζω, ενδέω, σφηνώνω (διαμάντια, πολύτιμα πετράδια). || πλαισιώνω, προσαρμόζω.

    Большой русско-греческий словарь > оправить

  • 72 остыть

    κ. остынуть, остыну, остынешь παρλθ.. χρ. остыл, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. ψύχομαι, κρυώνω•

    остыть чай -ыл το τσάι κρύωσε•

    пчка -ыла η θερμάστρα κρύωσε.

    2. μτφ. ψυχραίνομαι, χαλαρώνομαι, αδυνατίζω, εξασθενίζω μαραίνομαι•

    рано его чувства -ыли νωρίς τα αισθήματα του μαράθηκαν•

    интерес к этому остыл εξασθάνη-σε το ενδιαφέρο γι αυτό.

    || συνέρχομαι•

    остыть от волнения συνέρχομαι από την ταραχή.

    Большой русско-греческий словарь > остыть

  • 73 оторопь

    θ.
    αναστάτωση, καταθορύβηση• σύγχυση (ανα)ταραχή• σάστιση.

    Большой русско-греческий словарь > оторопь

  • 74 переделка

    θ.
    1. μεταποίηση, επιδιόρθωση.
    2. αλλαγή, μετατροπή διαφοροποίηση. || διασκευή (έργου).
    3. μπελάς, -σκοτούρα, στενοχώρια, δυσχέρεια ταραχή.
    εκφρ.
    попасть в -у, побывать в -е – πέφτω, βρίσκομαι σε μπελάδες, έχω πολλές σκοτούρες.

    Большой русско-греческий словарь > переделка

  • 75 переживание

    ουδ.
    1. δοκιμασία.
    2. ψυχική ταραχή συγκίνηση• καρδιοχτύπι.
    3. παλ. βλ. пережиток.

    Большой русско-греческий словарь > переживание

  • 76 переминать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. перемять.
    2. ανακατεύω, περιδιπλώνω, κουνώ διευθετώ.
    1. βλ. перемяться.
    2. στηρίζομαι πότε στο έναπόδι, πότε στο άλλο (από ανησυχία, ταραχή).
    εκφρ.
    переминать с ноги на ногуβλ. переменяться (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > переминать

  • 77 перемутить

    -мучу, -мутишь ρ.σ.μ.
    1. παραθολώνω•

    перемутить воду παραθολώνω το νερό.

    2. εμπνέω ανησυχία, ταραχή, επιφέρω σύγχυση σε(όλους, πολλούς).
    παραθολώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перемутить

  • 78 переполох

    -а ос. αναστάτωση, σάλος, ταραχή, αναμπουμπούλα•

    поднять переполох ξεσηκώνω σάλο•

    вызвать общий переполох προκαλώ γενική αναστάτωση ή σάλο•

    произвести переполох αναστατώνω.

    Большой русско-греческий словарь > переполох

  • 79 пертурбация

    θ. (γραπ. λόγος)
    1. ταραχή, αναμπομπούλα σμπαράλιασμα.
    2. (αστρν.) αλλαγή τροχιάς.

    Большой русско-греческий словарь > пертурбация

  • 80 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

См. также в других словарях:

  • ταραχῇ — ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχή — disorder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταραχῆι — ταραχῇ , ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχαῖς — ταραχή disorder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχαί — ταραχή disorder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῆς — ταραχή disorder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῇσι — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῇσιν — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχήν — ταραχή disorder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»