-
41 ажитация
-и θ.(παλ.) ταραχή, παρόξυνση. -
42 баламутить
-мучу, -мутишь, ρ.δ.μ.(απλ.)1. φέρνω σύγχυση, ταραχή, αναστατώνω, καταθορυβώ.2. θολώνω•баламутить воду θολώνω το νερό.
-
43 беспокойство
-а ουδ.1. ανησυχία, ταραχή•испытывать беспокойство ανησυχώ, έχω ανησυχία, είμαι ταραγμένος.
2. φροντίδα, έγνοια, σκέψη. || ενόχληση•простите за беспокойство με συγχωρείτε για την ενόχληση.
-
44 бор
бор 1-а, προθτ. о боре, в бору, πλθ. боры α.πευκώνας.εκφρ.с -у да с сосенки – όπως λάχει (έλαχε), όπως τύχει (έτυχε)•сыр-бор загорелся ή горит – από τι άναψε αυτή η ταραχή (φασαρία, κακό).бор 2(χημ.) το βόριο.бор 3-а α.οδοντιατρικό τρύπανο. -
45 брожение
-я ουδ.1. ζύμωση, βράση.2. μτφ. αναβρασμός, ταραχή•брожение умов αναβρασμός των πνευμάτων.
-
46 бузить
-зишь, ρ.δ.(απλ.) κάνω φασαρία, ταραχή, καβγά, καβγαδίζω•полно, ребята! φτάνει, η φασαρία, παιδιά!
-
47 булгачить
-чу, -чишь, ρ.δ.μ.(απλ.) ανησυχώ, φέρω ταραχή•чего ты народ -ишь? τι ανησυχείς τον κόσμο;
-
48 бум
-
49 буча
-
50 буянить
ρ.δ.προξενώ ταραχή, αναστάτωση, φασαρία. || παραφέρνομαι, εξοργίζομαι. -
51 буянство
-а ουδ.ταραχή, αναστάτωση, φασαρία. -
52 взволнованность
-и θ.ψυχική ταραχή, ανησυχία, φόβος, φοβία. -
53 возмущение
-я ουδ.1. θόλωμα, -ση.2. αγανάκτηση, δυσανασχέτηση, οργή, ψυχική ταραχή.3. παλ. εξέγερση, στάση. ή. (αστρν.) διατάραξη (των ουρανίων σωμάτων). -
54 возня
-и θ.1. θορυβώδης μετακίνηση, ταραχή, αταξία, φασαρία.2. φροντίδες, σκουτούρες•много -и с огородом πολλές φροντίδες έχει ο λαχανόκηπος.
3. αθρσ. ραδιουργίες•подозрительная возня поджигателей войны ύποπτες! κινήσεις των εμπρηστών του πολέμου.
-
55 встряска
-и θ.1. ψυχική ταραχή.2. (απλ.) βλ. встрепка, -
56 дебоширить
ρ.δ. οργιάζω, κάνω όργια, ταραχή, φασαρία• έκτραχηλίζομοα. -
57 дебоширство
-а ουδ.κραιπάλη, όργια, ταραχή, φασαρία. -
58 душевный
επ.1. ψυχικός•-ое потрясение ψυχικός κλονισμός•
с -ым прискорбием με θλιμμένη την ψυχή•
-ое спокойствие ψυχική γαλήνη, ψυχική λύτρωση (σωτηρία)•
-ое беспокойство ψυχική ταραχή (αγωνία, αδημονία)•
-ая тревога ψυχικός τρόμος•
душевный больной ψυχοπαθής.
2. εγκάρδιος, ειλικρινής•душевный разговор εγκάρδια συνομιλία•
-ая признательность ειλικρινής ευγνωμοσύνη.
|| καλός, χρηστός, φιλάγαθος, καλόψυχος•душевный человек καλόψυχος άνθρωπος.
εκφρ.-ые болезни (ή заболевания) – ψυχικές ασθένειες. -
59 дым
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы а.1. καπνός•пороховой дым καπνός μπαρούτης•
густой дым πυκνός καπνός•
нет -а без огня δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά (υπάρχει αιτία)•
рассеяться как дым διαλύομαι σαν καπνός•
столбом στήλη καπνού.
|| φάντασμα, φάσμα όραμα• σκιά, χίμαιρα.2. παλ. σπίτι, ατομικό νοικοκυριό•дань с -а δόσιμο (φόρος) κατά σπίτι.
|| φόρος ανάλογα με τίς καπνοδόχους σε κάθε σπίτι.εκφρ.в дым – (απλ.) δυνατά, (στα) γερά•дым коромыслом, дым столбом, – θόρυβος, ταραχή, πατιρντί, σαματάς•я поругался в дым – μάλωσα στα γερά. -
60 замешательство
-а ουδ.σύγχυση, ταραχή, καταθορύβηση•произошло замешательство в рядах войск επήρθε σύγχυση στις τάξεις του οτρατού•
вносить замешательство φέρω σύγχυση.
|| αμηχανία, ενδοιασμός.
См. также в других словарях:
ταραχῇ — ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχή — disorder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… … Dictionary of Greek
ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραχῆι — ταραχῇ , ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχαῖς — ταραχή disorder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχαί — ταραχή disorder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῆς — ταραχή disorder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῇσι — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχῇσιν — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχήν — ταραχή disorder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)