-
41 меш
1. (сеть, зацепление) το πλέγμα 2. (ячейки сети, отверстие) το άνοιγμα/η διάσταση οπής του πλέγματος/δικτύου ή σείστρου, το «μάτι» 3. (очко) η διάσταση/το μέγεθος του κόκκου (π.χ. άμμου) (σε σχέση με το άνοιγμα/«μάτι» του σείστρου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меш
-
42 нуль-индикатор
1. (в мостовых схемах измерения) о δείκτης-μηδένο ανιχνευτής της (μηδενικής) τάσης2. (указатель отклонения от заданного пеленга относительно радиомаяка) о δείκτης της αριστερής/δεξιάς απόκλισης (σε σχέση με το ραδιοφάρο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль-индикатор
-
43 оболочники
(туникаты) биол. τα χιτωνοφόρα (ζώα). обоняниеη όσφρηση. оборачиваемость1. (полный цикл в каком-л. процессе) о κύκλος 2. (капитала) η σχέση μεταξύ των πωλήσεων και της επένδυσης/του κεφαλαίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оболочники
-
44 поступь
(гребного или воздушного винта)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поступь
-
45 причастный
I.(имеющий непосредственное отношение к чему-л.) (о) συμμέτοχος, είμαι συμμέτοχος, έχω σχέση.II.грам. μετοχικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причастный
-
46 радиус
1. (мат, тех.) η ακτίνα- гидравлический - υδραυλική -, η σχέση εμβαδού εγκάρσιας τομής της ροής προς την περίμετρο επαφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиус
-
47 размерность
1. (физической величины) η τιμή (ποσότητα, μέγεθος) σε σχέση με το επιλεγμένο σύστημα μέτρησης 2. (степень многомерности пространства) η κλίμακα/ο λόγος διαστάσεων (π.χ. τρισδιάστατος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размерность
-
48 соотношение
η αναλογία, ο συσχετισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > соотношение
-
49 фактор
ο συντελεστήςο παράγωνο παράγονταςгазовый (нефт.) - η σχέση παραγωγής (εξόρυξης) του αερίου/πετρελαίου (м3{}т{})человеческий - ο ανθρώπινος παράγων/παράγονταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фактор
-
50 близость
близостьж1. (по месту) ἡ κοντινό-τητα [-ης], ἡ ἐγγύτητα [-ης], ἡ γειτνίαση [-ις];2. (по времени) τό ἐπικείμενο;3. (сходство) ἡ ὀμοιότητα [-ης]:\близость взглядов ἡ ἐγγύτητα τῶν ἀπόψεων4. (в отношениях) ἡ ὁΙκειότητα [-ης], ἡ στενή σχέση;5. (родство) ἡ συγγένεια -
51 взаимосвязь
взаимосвязьж ἡ ἀμοιβαία σχέση [-ις], ἡ ἀλληλουχία, ἡ ἀλληλοσύνδεση [-ις], τό <ζλληλενδετο[ν]. -
52 вязаться
вязать||сянесов (соответствовать) ἀνταποκρίνομαι, εἶμαι σύμφωνος; одно с другим не вяжется δέν ἔχει σχέση, δέν κολλάει τό ἕνα μέ τό ἄλλο. -
53 иметь
иметьнесов в разн. знач. ἔχω / κατέχω (обладать):\иметь деньги ἔχω χρήματα· \иметь право ἔχω δικαίωμα· \иметь много друзей ἔχω πολλούς φίλους· \иметь успех ἔχω ἐπιτυχία· \иметь возможность ἔχω τή δυνατότητα· \иметь значение ἔχω σημασία· \иметь отношение ἔχω σχέση· \иметь обыкновение ἔχω τή συνήθεια· \иметь что́-л. при себе κουβαλώ κάτι μαζί μου· не \иметь ничего́ против δέν ἔχω καμιάν ἀντίρρηση· \иметь в виду́ ἔχω ὑπ' ὀψιν \иметь дело с кем-л. ἔχω νά κάνω μέ κάποιον. -
54 интимность
инти́мн||остьж ἡ οίκειότητα [-ης], ἡ στενή σχέση [-ις]. -
55 корреляция
корреляцияж ἡ ἀμοιβαία σχέση [-ις], ἡ συσχέτιση [-ις]. -
56 оргаиический
оргаии́ческ||ийприл в разн. знач. ὁργανικός:\оргаиическийие вещества́ хим. οἱ ὁργανικές οὐσίες' \оргаиическийое заболевание ἡ ὁργανική νόσος, τό ὁργανικό νόσημα· \оргаиическийая потребность ἡ ὁργανική ἀνάγκη· \оргаиическийое целое τό ὅλον, τό ὀλάκερον \оргаиическийая связь ἡ ὁργανική σχέση· ◊ \оргаиическийая химия ἡ ὁργανική χημεία -
57 причем
причем1. союз καί, συνάμα·2. нареч:\причем тут я? καί τί σχέση ἔχω ἐγώ μ' αὐτό; -
58 причинность
причинн||остьж ἡ αίτιότητα [-ης], ἡ αίτιακή σχέση. -
59 причинный
причинн||ыйприл αίτιωδης, ἀϊτιακός:\причинныйая связь ἡ αίτιακή σχέση. -
60 сват
сватм1. уст. ὁ προξενητής·2. (родственник) разг ὁ συμπέθερος· ◊ ни \сват нн брат (кому-л.) разг δέν ἔχω καμμιά σχέση μαζί του.
См. также в других словарях:
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek
σχέση — η 1. αλληλεξάρτηση: Αποδείχτηκε πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στον καρκίνο και στο κάπνισμα. 2. δεσμός φιλικός ή ερωτικός ή άλλης μορφής, επικοινωνία: Έχει στενές σχέσεις μ αυτή την οικογένεια. – Οι σχέσεις του μ αυτή τη γυναίκα έγιναν γνωστές. – Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομική σχέση — Στη νεότερη γενική θεωρία του δικαίου είναι η σχέση μεταξύ δύο υποκειμένων που ρυθμίζεται από αυτό. Το ένα από τα υποκείμενα αυτά (ενεργό υποκείμενο) είναι φορέας υποκειμενικού δικαιώματος και το άλλο (παθητικό υποκείμενο) είναι φορέας… … Dictionary of Greek
Γκάιγκερ-Νατάλ, σχέση — Όρος της φυσικής. Αναφέρεται στην εμπειρική ανακάλυψη –το 1911– από τους φυσικούς Γ. και Ν., της σχέσης ανάμεσα στην εμβέλεια (R) ενός σωματίου άλφα που εκπέμπεται από ένα ραδιενεργό υλικό και τη σταθερά διάσπασής του (λ): log λ = Α + Β log R,… … Dictionary of Greek
γραμμική σχέση — Η σχέση μεταξύ διαφόρων μεταβλητών που εκφράζεται από μια γραμμική εξίσωση ανάμεσα στις διάφορες αυτές μεταβλητές … Dictionary of Greek
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek