-
61 узреть
узрю, узришьρ.σ.μ.1. (узрю) παλ. ορώ, βλέπω.2. θεωρώ•узреть обиду θεωρώ προσβολή.
-
62 унижение
-я ουδ.1. ταπείνωση, ξευτελι-σμός.2. θίξιμο, προσβολή. -
63 управа
-ы θ.1. τρόπος• μέσον περιορισμού, συμμόρφωσης• φάρμακο, αντίδοτο•найти -у на кого-н. βρίσκω μέσον για να συμμορφώσω κάποιον.
|| παλ. ικανοποίηση (για προσβολή)•искать -у мечом ζητώ ικανοποίηση με το ξίφος (με ξιφομαχία).
2. παλ. αρχή, διοίκηση• διεύθυνση•городская управа δημοτική αρχή, το δημαρχείο.
-
64 уязвление
-я ουδ.1. παλ. τραυμάτισμα, πλήγωμα.2. θίξη, θίξιμο, προσβολή. -
65 щёлканье
-я ουδ.1. το χτύπημα με το δάχτυλο. || στράκα• πλατάγισμα•щёлканье бича η στράκα του μαστιγίου.
2. κράτηση. || τερέτισμα.3. μτφ. προσβολή, άγγιγμα, πείραγμα. -
66 щелчок
-чка α. α.1. το απότομο δάκτυλο-χτύπημα, στράκα με το δάχτυλο•щелчок по носу το χτύπημα της μύτης με το δάχτυλο (στράκα)•
щелчок по лбу δαχτυλοχτύπημα στο μέτωπο.
|| κρότος• πλατάγισμα στράκα•щелчок выключателя ο κρότος (το χρακ) του διακόπτη.
2. προσβολή, άγγιγμα, πείραγμα.
См. также в других словарях:
προσβολῇ — προσβολή application fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολή — application fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek
προσβολή — η 1. επίθεση, έφοδος, χτύπημα. 2. βλάβη υγείας: Πνευμονική προσβολή. 3. υβριστική, ταπεινωτική πράξη ή συμπεριφορά: Η αθέτηση του γάμου ήταν προσβολή για το κορίτσι. 4. αμφισβήτηση, άρνηση αποδοχής: Έγινε προσβολή της διαθήκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσβόλῃ — πρόσ βούλομαι will pres subj mid 2nd sg (epic) πρόσ βούλομαι will pres ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολαῖς — προσβολή application fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολαί — προσβολή application fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῆς — προσβολή application fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῇσι — προσβολή application fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολήν — προσβολή application fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῶν — προσβολή application fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)