-
41 верхушечный
επ.1. κορυφαίος, της κορυφής•верхушечный процесс в легких προσβολή των κορυφών των πνευμόνων.
2. ανώτερος•-ые слой общества τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας.
-
42 жгучий
επ., βρ: жгуч, -а, -е1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•
-ее солнце καυτερός ήλιος.
|| καυτερός, τσουχτερός•-ее перец καυτερή πιπεριά.
|| δυνατός• ανυπόφορος•-ая боль σουβλερός πόνος•
жгучий мороз τσουχτερό κρύο.
2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•
-ая тоска καημός, μαράζι•
-ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•
-ые слезы καυτά δάκρυα•
-ая обида βαριά προσβολή•
-ее впечатление αλγεινή εντύπωση•
жгучий взгляд φλογερή ματιά.
εκφρ.жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•- ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•- ая сатира – δη-τική σάτυρα•жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή. -
43 жестокий
επ., βρ: -ток, -а, -о; жесточайший.1. σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος, αλύπητος• απάνθρωπος•-ое обращение с пленными σκληρή μεταχείριση των αιχμαλώτων жестокий ροκ αδυσώπητη μοίρα.
2. δυνατός, δριμύς•-ая обида κόλαφος, μεγάλη προσβολή•
-ая стужа τσουχτερό κρύο•
-ая зима βαρύς χειμώνας•
жестокий ветер σφοδρός άνεμος.
|| αυστηρός•-ие законы αυστηροί νόμοι.
|| δεινός, επίμονος, ανένδοτος• σθεναρός•-ая борьба δεινός αγώνας•
-ие бой σκληρές μάχες•
-ое сопротивление σθεναρή αντίσταση.
-
44 заушение
-я ουδ. παλ.1. μπάτσισμα, ράπισμα.2. μτφ. προσβολή, ντρόπιασμα κατάκριση, δυσφήμηση, ταπείνωση. -
45 кровный
επ.1. ομαίμονας, όμαιμος, εξ αίματος•-ые родственники συγγενείς όμαιμοι•
брат ομοπάτριος και ομομήτριος αδερφός, Θαλής, αυτάδελφος•
-ое родство ομαιμοσΰνη, συγγένεια εζ αίματος•
-ые связи δεσμοί αίματος.
2. ζωτικός, βασικός•кровный интерес ζωτικό συμφέρο.
3. μτφ. στερεός, αδιάρρηκτος• μόνιμος•-ая связь партии с народом αδιάρρηκτος δεσμός του κόμματος με το λαό.
4. καθαρόαιμος, αμιγούς ράτσας (για άλογα). || γνήσιος•кровный грек γνήσιος Ελληνας.
5. με μόχθο•-ые деньги χρήματα (βγαλμένα) με αίμα.
εκφρ.враг – θανάσιμος (άσπονδος) εχθρός•- ая вражда – θανάσιμη έχθρα•- ая месть – βεντέτα•- ая обида – μεγάλη προσβολή. -
46 кровь
-и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ. -и θ.1. αίμα•венозная кровь φλεβικό αίμα•
артериальная кровь αρτηριακό αίμα•
переливание -и μετάγγιση αίματος•
заражение -и μόλυνση του αίματος.
|| πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.
4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•горячая кровь θερμόαιμος•
холодная кровь ψύχραιμος.
εκφρ.в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•узы -и – δεσμοί αίματος•кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•бросить (отворить, кидать) кровь – παλ. κάνω αφαίμαξη•лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία. -
47 личный
επ.1. ατομικός, προσωπικός•-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ое оружие το ατομικό όπλο (του στρατιώτη)•
-ая охрана η προσωπική φρουρά•
-ое мнение προσωπική γνώμη•
-ые недостатки προσωπικές αδυναμίες•
предметы -ого потребления αντικείμενα ατομικής χρήσης•
-ые права граждан τα δικαιώματα του πολίτη•
это моё -ое дело αυτό είναι δική μου δουλειά (υπόθεση)•
-ое оскорбление προσωπική προσβολή•
-ая заинтересованность προσωπικό ενδιαφέρο.
ουσ. ουδ. -ое το προσωπικό, το ατομικό, το μοναχικό, του εαυτού.2. (γραμμ.) προσωπικός•-ое местоимение προσωπική αντωνυμία.
εκφρ.личный почётный гражданин – παλ. έντιμος πολίτης (τίτλος)•- дворянин – προσωπικότητα ανακηρυγμένη σε ευγενή•- ое дело – ατομικός φάκελλος•личный состав – το προοωπιν.ό. -
48 лягание
-я ουδ.1. λάκτισμα, κλώτσισμα.2. μτφ. θίξιμο, προσβολή. -
49 мстить
мщу, мстишьρ.δ. εκδικούμαι, ανταδικώ, ξεδικιέμαι, βγάζω το άχτι μου•врагу εκδικούμαι τον εχθρό•
мстить за оскорбление εκδικούμαι για την προσβολή.
-
50 надругательство
-а ουδ., εμπαιγμός, χλεύη,: χλεύασμα• προσβολή. -
51 нанесение
-я ουδ.1. άλειψη, άλειμμα.2. (επι)σημείωση, σημάδεμα•нанесение болот на карте η σημείωση των βάλτων στο χάρτη.
3. προξένηση• нанесениеущерба προξένηση βλάβης.4. καταφορά•ударов καταφορά χτυπημάτων.
|| επιφορά•обиды (оскорбления) προσβολή.
-
52 невестка
-и θ.νύφη (ως προς τους συγγενείς από αγχιστεία).εκφρ.- е в отместку – ανταποδίδω την προσβολή, αντεκδικούμαι. -
53 оскорбительность
-и θ.προσβολή, προσβλητικότητα. -
54 подвергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•-наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•
критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•
-обсуждению βάζω υπο συζήτηση•
подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•
подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•
подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.
υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•
насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•
подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•
подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.
-
55 поношение
-я ουδ.μάλωμα βρίσιμο, εξύβριση. || προσβολή. || προσβλητικά λόγια, βαριά λόγια. -
56 поругание
-я ουδ. (γραπ. λόγος) βρίσιμο, εζΰβριση• προσβολή. || επιτίμηση, επίπληξη, μάλωμα. -
57 пощёчина
-ы θ.μπάτσος, χαστούκι, σκαμπίλι, σφαλιάρα, ράπισμα, κόλαφος. || μτφ. βαριά προσβολή. -
58 проглотить
-лочу, -лотишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проглоченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. καταπίνω•проглотить лекарство καταπίνω το φάρμακο.
2. μτφ. πιστεύω αφελώς ή ανέχομαι κάτιαδιαμαρτύρητα: проглотить оскорбление ανέχομαι την προσβολή. || μτφ. συγκρατώ, δε φανερώνω, καταπνίγω•проглотить волнение δε φανερώνω την ταραχή.
3. μτφ. δεν εκφέρω•проглотить слово καταπίνω τη λέξη.
4. μτφ. καταβροχθίζω, διαβάζω γρήγορα.• я проглотитьил за вечер книгу για ένα βράδυ διάβασα ένα βιβλίο.εκφρ.проглотить язык – καταπίνω ή δαγκώνω τη γλώσσα (δέχομαι αδιαμαρτύρητα, το βουλώνω)•язык -тишь – να γλείφεις και τα δάχτυλα (από τη νοστιμάδα). -
59 процесс
-а α.1. πορεία• εξέλιξη, προτσές•процесс творчества η πορεία της δημιουργίας•
процесс работы η πορεία της εργασίας•
процесс игры η εξέλιξη του παιγνιδιού•
производственный процесс το προτσές της παραγωγής.
(ιατρ.) προσβολή•воспалительный процесс η εξέλιξη της φλεγμονής•
процесс в лгких φυματίωση των πνευμόνων.
2. (νομ.) διαδικασία• εκδίκαση• δίκη•выиграть процесс κερδίζω τη δίκη•
гражданский процесс πολιτική δίκη, πολιτικό δικαστήριο•
уголовный процесс ποινικό δικαστήριο (δίκη)•
возбудить процесс ξεκινώ δικαστήριο•
вести процесс против кого-н. κάνω δικαστήριο κατά κάποιου.
-
60 сатисфакция
-и θ.ικανοποίηση (για γινομένη προσβολή).
См. также в других словарях:
προσβολῇ — προσβολή application fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολή — application fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek
προσβολή — η 1. επίθεση, έφοδος, χτύπημα. 2. βλάβη υγείας: Πνευμονική προσβολή. 3. υβριστική, ταπεινωτική πράξη ή συμπεριφορά: Η αθέτηση του γάμου ήταν προσβολή για το κορίτσι. 4. αμφισβήτηση, άρνηση αποδοχής: Έγινε προσβολή της διαθήκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσβόλῃ — πρόσ βούλομαι will pres subj mid 2nd sg (epic) πρόσ βούλομαι will pres ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολαῖς — προσβολή application fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολαί — προσβολή application fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῆς — προσβολή application fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῇσι — προσβολή application fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολήν — προσβολή application fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβολῶν — προσβολή application fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)