Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ουρά

  • 41 курдюк

    [κουρντγιούκ] ουσ. α το απόθεμα λίπους στην ουρά του προβάτου

    Русско-греческий новый словарь > курдюк

  • 42 хвост

    [χβόστ] ουσ. α. ουρά

    Русско-греческий новый словарь > хвост

  • 43 waiting line

    = queue
    French\ \ queue; file d'attente
    German\ \ Warteschlange
    Dutch\ \ wachtrij
    Italian\ \ fila d'atessa; code
    Spanish\ \ coda
    Catalan\ \ cua; cua d'espera
    Portuguese\ \ fila de espera; fila
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ kö
    Greek\ \ γραμμή αναμονής; Ουρά
    Finnish\ \ jono
    Hungarian\ \ várakozó sor; sorbanállás
    Turkish\ \ bekleme kuyruğu; kuyruk
    Estonian\ \ järjekord
    Lithuanian\ \ laukimo eilė
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ kolejka oczekujących; linea oczekiwania (kolejka)
    Russian\ \ очередь
    Ukrainian\ \ черга
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ bíða línu; biðröð
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ kh tte entezar; s f
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ خط الانتظار
    Afrikaans\ \ tou
    Chinese\ \ 等 待 线
    Korean\ \ 대기선

    Statistical terms > waiting line

  • 44 короткохвостый

    [καρατκαχβόστυϊ] επ με κοντή ουρά

    Русско-эллинский словарь > короткохвостый

  • 45 курдюк

    [κουρντγιούκ] ουσ α το απόθεμα λίπους στην ουρά του προβάτου

    Русско-эллинский словарь > курдюк

  • 46 хвост

    [χβόστ] ουσ α ουρά

    Русско-эллинский словарь > хвост

  • 47 вертихвостка

    θ.
    (απλ.) γυναίκα ερωτό-τροπη, που τα θέλει, που κουνάει την ουρά.

    Большой русско-греческий словарь > вертихвостка

  • 48 вилять

    ρ.δ.
    1. κουνώ, κινώ πέρα-δώθε, ταλαντεύω•

    собака -ет хвостом το σκυλί κουνά την ουρά.

    || κινούμαι, πηγαίνω πέρα-δώθε•

    колесо -ет ο τροχός πηγαίνει πέρα-δώθε.

    2. υπεκφεύγω, ελίσσομαι, κάνω ελιγμούς•

    не скажет прямо, а все -ет δε θα πει ανοιχτά, αλλά όλο αποφεύγει (κάνει υπεκφυγές).

    εκφρ.
    - ет хвостом – α) γαλιφίζω, κολακεύω ευτελώς. β) κάνω πονηριές, κατεργαριές.

    Большой русско-греческий словарь > вилять

  • 49 гашетка

    θ.
    η ουρά της σκαντάλης•

    нажать на -у πιέζω τη σκαντάλη.

    Большой русско-греческий словарь > гашетка

  • 50 гибель

    θ.
    καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•

    гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•

    гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•

    гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•

    гибель надежи απώλεια των ελπίδων•

    идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•

    найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•

    трагическая гибель τραγικός θάνατος•

    обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).

    (απλ.) πλήθος•

    народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•

    гибель комаров στίφος κουνουπιών•

    гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.

    εκφρ.
    быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό.

    Большой русско-греческий словарь > гибель

  • 51 грести

    гребу, гребешь, παρλθ. χρ. греб, гребла, -ло.
    1. κωπηλατώ, τραβώ κουπί, λάμνω.
    2. συσσωρεύω, μαζεύω (με φτυάρι, δικράνι,).
    ξύνω, αποξέω, καθαρίζω.
    εκφρ.
    грести лопатой деньги – χρήμα με το φτυάρι., λεφτά (παράς) με ουρά.
    1. συσσωρεύομαι.
    2. αποξέομαι, αποξύνομαι, καθαρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > грести

  • 52 длинный

    επ., βρ: -нен, -нна, -нно.
    1. μακρύς, μακρός, μακριός• επιμήκης•

    -ые волосы μακριά μαλλιά.

    || ψηλόσωμος, ευμεγέθης.
    2. μεγάλης διαρκείας•

    длинный день μεγάλη μέρα.

    || εκτενής, εκτεταμένος, σχοινοτενής• διεξοδικός• παρατραβηγμένος•

    длинный рассказ μακροσκελές διήγημα•

    длинный доклад παρατραβηγμένη εισήγηση.

    εκφρ.
    длинный рубль – πολλά λεφτά, παράς με ουρά•
    у него длинный язык – αυτός είναι φλύαρος, α-θυρόγλωσσος, αθυρόστομος.

    Большой русско-греческий словарь > длинный

  • 53 задрать

    -деру, -дерешь, παρλθ. χρ. задрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задранный, задран, задрана
    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)σηκώνω, (αν)υψώνω, (αν)ορθώνω•

    задрать хвост σηκώνω την ουρά•

    задрать голову σηκώνω το κεφάλι•

    задрать ноги σηκώνω τα πόδια.

    || αναδιπλώνω.
    2. γρατσουνίζω, ξεσκαλίζω (δέρμα, φλοιό κ.τ.τ.).
    3. ξεσχίζω, κατασπαράζω•

    волки -ли двух овец οι λύκοι κατασπάραξαν δυο πρόβατα.

    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω.
    1. γραχσουνίζομαι, ξεσκαλίζομαι.
    2. ανασηκώνομαι. || αναδιπλώνομαι.
    3. αρχίζω να καβγαδίζω κλπ. ρ. βλ. драться.

    Большой русско-греческий словарь > задрать

  • 54 замотать

    ρ.σ.μ.
    1. (περι)τυλίγω, κουβαριάζω, μαζεύω•

    замотать удочку μαζεύω την πετονιά.

    || (περι)δένω•

    замотать поклажу веревкой δένω τις αποσκευές με τριχιά.

    || κουκουλώνω, περιβάλλω, περικαλύπτω•

    замотать шею шарфом τυλίγω το λαιμό με κασκόλ.

    2. κουνώ πέρα-δώθε•

    собака -ет хвостом το σκυλί κουνά πέρα-δώθε την ουρά. κατακουράζω, καταπονώ, καταβασανίζω, ξεθεώνω.

    3. (απλ.) κατακρατώ, κρατώ παράνομα.
    1. (εροτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    2. απλ. παλ.) μπερδεύομαι, πελαγώνω.
    ρ.σ.μ. αρχίζω να τυλίγω κλπ. ρ. βλ. замотать 1.
    αρχίζω να τυλίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замотать

  • 55 кантовать

    -тую, -туешь
    ρ.δ. μ.
    1. ράβω σειρίτι, μπορντ,ούρα.
    2. κυλώ.
    3. λαξεύω.
    1. ράβομαι.
    2. κυλιέμαι.
    3. λαξεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > кантовать

  • 56 клевать

    клюй, клюёшь
    ρ.δ. μ.
    1. ραμφίζω, τσιμπώ•

    куры клюют зерно οι κότες ραμφίζουν τους κόκκους•

    петух клюёт щенка ο κόκορας τσιμπά το κουταβάκι.

    2. παίρνω, αρπάζω•

    рыба клюёт το ψάρι τσιμπά.

    3. μτφ. απρόσ. τσιμπιέμαι, ενδίδω, πέφτω, παραδίνομαι.
    εκφρ.
    носом – νυστάζω, κουτουλώ από τη νύστα•
    денег куры не клюют у него – αυτός έχει χρήμα με ουρά.
    1. τσιμπώ, χτυπώ με το ράμφος•

    наседка -тся η κλώσσα τσιμπάει.

    2. αλληλοτσιμπιέμαι, αλληλοραμφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > клевать

  • 57 ковать

    куй, куёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ. μ.
    1. σφυρηλατώ, σφυροκοπώ• χαλκεύω•

    куй железо, пока горячо δούλευε το σίδερο όσο είναι ακόμα ζεστό•

    ковать меч κατασκευάζω σπαθί με σφυρηλάτηση.

    2. μτφ. δημιουργώ, κατορθώνω, πετυχαίνω. με επίμονη δουλειά, με τεράστιες προσπάθειες•

    ковать победу σφυρηλατώ τη νίκη.

    3. βλ. подковать.
    4. παλ. βλ. заковить.
    εκφρ.
    ковать деньги – κάνω παρά με ουρά (πλουτίζω πολύ).
    σφυρηλατούμαι εύκολα•

    железо хорошо куется το σίδερο καλά δουλεύεται.

    || σφυροκοπίέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > ковать

  • 58 крючок

    -чка α.
    1. αγκιστρακι
    2. μανταλάκι. || αντικείμενο αγκιστροειδές•

    вязальный крючок βελονάκι πλεξίματος•

    рыболовный ή удочный крючок αγκίστρι ψαρέματος.

    3. (για γραφή) κλωθογυ-ριστές ουρίτσες.
    4. μτφ. γάντζωμα, προσκόλληση, πιάσιμο.
    5. μτφ. βλ. крючкотвор.
    6. κόπτσα, αγκράφα, πόρπη•

    крючок для застегивания пуговиц κουμπωτήρι, κόπτσα•

    застегнуть на -и κουμπώνω με κόπτσες.

    7. ουρά της σκαντάλης.

    Большой русско-греческий словарь > крючок

  • 59 курдюк

    α.
    ογκώδης ουρά προβάτου με λίπος.

    Большой русско-греческий словарь > курдюк

  • 60 курдючный

    επ.
    λιπώδης•

    -ое сало λίπος από την ουρά καραμάνικου πρόβατου•

    -ая овца το πλατύουρο (καραμάνικο) πρόβατο.

    Большой русско-греческий словарь > курдючный

См. также в других словарях:

  • οὐρά — οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc/acc dual οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρᾷ — οὐρά tail fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …   Dictionary of Greek

  • ουρά — η 1. το άκρο όπου τελειώνει η σπονδυλική στήλη των σπονδυλωτών ζώων: Ουρά του ελέφαντα, του αλόγου κτλ. 2. μτφ., καθετί που μοιάζει με ουρά: Ουρά χαρταετού, φορέματος, του γράμματος ρ, του αεροπλάνου κτλ. 3. οπισθοφυλακή στρατεύματος. 4. το τέλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… …   Dictionary of Greek

  • ούρα — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …   Dictionary of Greek

  • οὖρα — οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc pl οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταχτοκουλ(λ)ούρα — η, Ν κουλούρα ψημένη σε καυτή στάχτη, στη χόβολη …   Dictionary of Greek

  • κούτσουρος — ούρα, ο κολοβός, με κομμένη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] …   Dictionary of Greek

  • οὐραγία — οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc/acc dual οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐραγίας — οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem acc pl οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»