-
21 низовой
низов||о́йприл (периферийный) τοπικός, τής βάσης:\низовойа́я организация ἡ ὁργάνωση βάσης· \низовойая работа ἡ δουλειά στίς ὁργανώσεις βάσης. -
22 организованность
организо́ванн||остьж ἡ ὀργάνωση [-ις]. -
23 партийный
парти́йн||ый1. прил κομματικός, τοῦ κόμματος:\партийный актив τό κομματικό ἀχτίφ· \партийныйая организация ἡ κομματική ὁργάνωση· \партийный билет τό κομματικό βιβλιάριο· \партийный съезд τό κομματικό[ν] συνέδριο[ν]·2. м τό μέλος τοῦ κόμματος. -
24 парторганизация
парт||организацияж (партийная организация) ἡ κομματική ὁργάνωση. -
25 пионерский
пионер||скийприл πιονέρικος, τῶν πιονέρων:\пионерскийская организация ἡ πιονέ-ρικη ὁργάνωση· \пионерскийский галстук τό πιο-νέρικο μαντήλι. -
26 подпольный
подполь||ныйприл полит παράνομος, μυστικός:\подпольныйная организация ἡ παράνομη ὁργάνωση. -
27 постановка
постановкаж театр. ἡ σκηνοθεσία, τό ἀνέβασμα, ἡ παράσταση [-ις]· ◊ \постановка вопроса ἡ τοποθέτηση (или τό βάλσιμο) τοῦ ζητήματος· \постановка дела ἡ ὁργάνωση τής δουλειδς· \постановка голоса ἡ τοποθέτηση τής φωνής· \постановка пальцев ἡ δακτυλοθεσία -
28 принадлежность
принадлежностьж1. (к организации и т. п.) τό νά ἀνήκει κανείς σέ ὁργάνωση·2. (предмет) τό ἀντικείμενο[ν], τό είδος:необходимые \принадлежностьи τά χρειώδη· спортивные \принадлежностьи τα ἀθλητικά εἰδη· канцелярские \принадлежностьи τά γραφικά είδη· спальные \принадлежностьи τά στρωσίδια· ◊ по \принадлежностьи офиц. ὅπου δει, στον ἀρμόδιο. -
29 профорганизация
профорганизацияж (профсоюзная организм ц ля) ἡ συνδικαλιστική ὀργάνωση[-ις]. -
30 профсоюзный
профсоюз||ныйприл συνδικαλιστικός:\профсоюзныйная организация ἡ συνδικαλιστική ὁργάνωση· \профсоюзныйное движение τό συνδικαλιστικό κίνημα. -
31 рациональный
рациона́льн||ыйприл1. ὀρθολογι(στι)-κός/ λογικός (разумный):\рациональный метод ἡ ὁρθολογική μέθοδος· \рациональныйая организация труда ἡ ὀρθολογι(στι)κή ὁργάνωση τής δουλείας·2. мат:\рациональныйое число́ ἀλγεβρικός ἀριθμός. -
32 устройство
устро||йствос1. (действие) ἡ ὀργάνωση [-ις], ἡ τακ-τοποΙηση [-ις]/ ἡ κατασκευή (сооружение, построение):он занят \устройствойством квартиры εἶναι ἀπησχολημένος μέ τήν τακτοποίηση τής κατοικίας του·2. (оборудование) ἡ ἐγκατάσταση [-ις]/ ὁ μηχανισμός, τό μηχάνημα (механизм):регулирующее \устройствойство τό μηχάνημα ρύθμισης· осветительное \устройствойство ἡ φωτιστική ἐγκατάσταση·3. (строй) τό σύστημα:государственное \устройствойство τό κρατικό σύστημα· общественное \устройствойство τό κοινωνικό σύστημα·4. ἡ διαρρύθμιση:\устройствойство до́ма ἡ διαρρύθμιση τοῦ σπιτιοό. -
33 блокирование
[μπλακίραβανιιε] ουσ. ο. οργάνωση συνασπισμού -
34 государственность
[γκασουντάρστβινναστ] ουσ. θ. κρατική οργάνωση -
35 организация
[οργκανιζάτσυγια] ουσ. θ. οργάνωση, συγκρότηση -
36 организованность
[αργκανιζόβανναστ"] ουσ. θ. οργάνωση -
37 принадлежность
[πριναντλιέζναστ'] ουσ θ. το να ανήκει κανείς σε οργάνωση -
38 устройство
[ουστρόϊστβα] ουσ. θ. οργάνωση, κατασκευή, διαρρύθμιση -
39 блокирование
[μπλακίραβανιιε] ουσ ο οργάνωση συνασπισμού -
40 государственность
[γκασουντάρστβινναστ] ουσ θ κρατική οργάνωση
См. также в других словарях:
οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… … Dictionary of Greek
οργάνωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οργανώνω. 2. κατάλληλη διάταξη και καταρτισμός των μερών ενός συνόλου, ώστε να λειτουργεί αποτελεσματικά: Οργάνωση υπηρεσίας, εκλογικού αγώνα κτλ. 3. οργανωμένο σύνολο, σωματείο: Δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παγκόσμια Μετεωρολογική Οργάνωση — Οργάνωση για την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας στην ανάπτυξη των μετεωρολογικών παρατηρήσεων και της έρευνας, και για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των εθνικών μετεωρολογικών και υδρομετεωρολογικών υπηρεσιών. Ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη… … Dictionary of Greek
οργάνωση — Στις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος σημαίνει τη συγκρότηση μιας ομάδας ή ολόκληρης της κοινωνίας σύμφωνα με συνειδητή θέληση και κοινή συνεργατική ενέργεια. Ενώ για τον ατομικιστή Σπένσερ η ο. αρχίζει εκεί όπου αρχίζουν οι ανάγκες του ίδιου του… … Dictionary of Greek
ὀργανώσῃ — ὀργανώσηι , ὀργάνωσις organization fem dat sg (epic) ὀργανόω to be organized aor subj mid 2nd sg ὀργανόω to be organized aor subj act 3rd sg ὀργανόω to be organized fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγγελματική ένωση ή οργάνωση — Σωματείο, του οποίου τα μέλη ασκούν ένα ελεύθερο επάγγελμα και το οποίο έχει σκοπό την προάσπιση των κοινών συμφερόντων καθώς και την επαγγελματική πειθαρχία και το ήθος των μελών του. Οι ε.ε. παρουσιάζουν μερικές αναλογίες με τα συνδικάτα που… … Dictionary of Greek
Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου … Dictionary of Greek
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας — Εξειδικευμένη υπηρεσία του OHE η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη για όλους τους ανθρώπους του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας (άρ. 1 του καταστατικού του OHE). Ιδρύθηκε το 1948, όταν το καταστατικό της επικυρώθηκε από 26 κράτη μέλη του OHE, και… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece — Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ Orgánosi yia tin Anasigkrótisi tou Komounistikoú Kómmatos Elládas Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece Founded 1985 … Wikipedia
επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… … Dictionary of Greek