-
1 οργάνωση
[-ις (-εως)] η1) организация;κάνω ( — или ιδρύω) οργάνωση — создавать организацию;
μπαίνω στην οργάνωση — вступать в организацию;
2) организация (действие);η οργάνωση τού συλλαλητηρίου — организация митинга;
η οργάνωση τού στρατού — создание армии
-
2 άμυνα
η защита; оборона; защитные средства;ενεργός ( — или ενεργητική) άμυνα — воен, активная оборона;
παθητική άμυνα — воен, пассивная оборона;
οργάνωση της αεροπορικής άμυνας — организация противовоздушной обороны;
περνώ σε άμυνα — переходить к обороне;
εν αμύνη юр. в порядке самозащиты, защищаясь;§ άμυνα του οργανισμού — сопротивляемость организма
-
3 μαζικός
I, ή, ό[ν]1) массовый, для масс;μαζική οργάνωση — массовая организация;
μαζικό τραγούδι — массовая песня;
μαζική παραγωγή — массовое, серийное производство;
2) общий, совместный, коллективный;έχουμε το μαγαζί μαζικό — этим магазином мы владеем сообща
μαζικός2II, ή, ό[ν] уст. грудной, относящийся к груди -
4 παράνομος
-
5 πλαδαρός
-
6 συνδικαλιστικός
η, ό[ν]1) профсоюзный;συνδικαλιστικόςή οργάνωση — профсоюзная организация;
συνδικαλιστικόςό κίνημα — профсоюзное движение;
2) синдикалистский -
7 τοπογραφικός
η, ό[ν] топографический;τοπογραφική οργάνωση — топографическая привязка
См. также в других словарях:
οργάνωση επιχείρησης — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρεις διαφορετικές έννοιες: α) για να χαρακτηρίσει την καλή απόδοση της επιχείρησης στην οποία αναφέρεται (οργανωμένη επιχείρηση)· β) για να δείξει ορισμένες οργανωτικές καταστάσεις (ιεραρχική οργάνωση) ή την ίδια… … Dictionary of Greek
οργάνωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οργανώνω. 2. κατάλληλη διάταξη και καταρτισμός των μερών ενός συνόλου, ώστε να λειτουργεί αποτελεσματικά: Οργάνωση υπηρεσίας, εκλογικού αγώνα κτλ. 3. οργανωμένο σύνολο, σωματείο: Δημοσιοϋπαλληλικές οργανώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παγκόσμια Μετεωρολογική Οργάνωση — Οργάνωση για την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας στην ανάπτυξη των μετεωρολογικών παρατηρήσεων και της έρευνας, και για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των εθνικών μετεωρολογικών και υδρομετεωρολογικών υπηρεσιών. Ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη… … Dictionary of Greek
οργάνωση — Στις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος σημαίνει τη συγκρότηση μιας ομάδας ή ολόκληρης της κοινωνίας σύμφωνα με συνειδητή θέληση και κοινή συνεργατική ενέργεια. Ενώ για τον ατομικιστή Σπένσερ η ο. αρχίζει εκεί όπου αρχίζουν οι ανάγκες του ίδιου του… … Dictionary of Greek
ὀργανώσῃ — ὀργανώσηι , ὀργάνωσις organization fem dat sg (epic) ὀργανόω to be organized aor subj mid 2nd sg ὀργανόω to be organized aor subj act 3rd sg ὀργανόω to be organized fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγγελματική ένωση ή οργάνωση — Σωματείο, του οποίου τα μέλη ασκούν ένα ελεύθερο επάγγελμα και το οποίο έχει σκοπό την προάσπιση των κοινών συμφερόντων καθώς και την επαγγελματική πειθαρχία και το ήθος των μελών του. Οι ε.ε. παρουσιάζουν μερικές αναλογίες με τα συνδικάτα που… … Dictionary of Greek
Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου … Dictionary of Greek
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας — Εξειδικευμένη υπηρεσία του OHE η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη για όλους τους ανθρώπους του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας (άρ. 1 του καταστατικού του OHE). Ιδρύθηκε το 1948, όταν το καταστατικό της επικυρώθηκε από 26 κράτη μέλη του OHE, και… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece — Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ Orgánosi yia tin Anasigkrótisi tou Komounistikoú Kómmatos Elládas Organization for the Reconstruction of the Communist Party of Greece Founded 1985 … Wikipedia
επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… … Dictionary of Greek