-
61 насос-форсунка
η μονάδα της έγχυσης (αντλία και εγχυτήρας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > насос-форсунка
-
62 объект
1. (предмет, явление) το αντικείμενοнеопознанный летающий - (НЛО) άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο - (Α.Τ.Ι.Α)2. (промышленнаяединица) η εγκατάσταση, η μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объект
-
63 ом
(единица измерения электрического сопротивления) (Ω) το ωμ/ομ (μονάδα μέτρησης της αντίστασης του ηλεκτρικού αγωγού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ом
-
64 опреснитель
(воды) (установка) η μονάδα αφαλάτωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опреснитель
-
65 паронапряжение котла, удельное
η ειδική ατμοποίηση του λέβηταη ατμο-ποίηση ανά μονάδα επιφάνειας της θέρμανσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паронапряжение котла, удельное
-
66 парсек
(внесистемная единица длины в астрономии) το παρσέκ (αστρονομική μονάδα μήκους που ισούται με 3,263 έτη φωτός ή 3,086 χ ΙΟ16 μ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парсек
-
67 паскаль
(Па) το πασκάλ (μονάδα πίεσης και μηχανικής (έν)τασης) (Ра).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паскаль
-
68 пеногенератор
η γεννήτρια αφρούη συσκευή/μονάδα παραγωγής αφρούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пеногенератор
-
69 пробит
мат. η μονάδα πιθανότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробит
-
70 рад
(внесистемная единица поглощённой дозы излучения) το ραντ (μονάδα δόσης ραδιενεργού ακτινοβολίας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рад
-
71 рентген
η μονάδα (ακτινών) Ραίντγκενη ακτίνες ΡαίντγκενРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рентген
-
72 сажень
(старая русская мера длины) παλαιά ρωσική μονάδα μήκους που ισούται με 2,13 μέτρα маховая - ισούται με 1,76 μέτρα, морская - η οργυιά, косая - ισούται με 2,48 μέτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сажень
-
73 себестоимость
το κόστ/οςштучная - ανά τεμάχιο/μονάδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > себестоимость
-
74 сименс
(См) (единица электрической проводимости в системе СИ) (S) η Ζήμενς (μονάδα αγωγιμότητας στο σύστημα SI).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сименс
-
75 синтагма
лингв. η συντακτική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > синтагма
-
76 снегогенератор
η χιονοπαραγωγός μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снегогенератор
-
77 стильб
(международная единица яркости света) το στίλβιο (μονάδα λαμπρότητας - SB).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стильб
-
78 стоке
(единица кинематической вязкости в системе СГС) το Stoke (μονάδα μέτρησης κινηματικού ιξώδους).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоке
-
79 терминал
1. вчт. το τερματικό, η τερματική μονάδα 2. мор. о (τερματικός) λιμένας φορτοεκφόρτωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > терминал
-
80 тесла
(единица магнитной индукции в системе СИ) (Τ) η Τέσλα (μονάδα έντασης του μαγνητικού πεδίου στο σύστημα SI).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тесла
См. также в других словарях:
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
μονάδα — η 1. (μαθημ.), ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός: Ο αριθμός 1 αποτελεί μια μονάδα. 2. το μέτρο ποσοτήτων ή μεγεθών: Το κιλό είναι μονάδα βάρους. 3. στρατιωτικό τμήμα που έχει ένα διοικητή: Η μονάδα μου υπηρετούσε στην πρώτη γραμμή του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστρονομική μονάδα — Μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποστάσεων στο πλανητικό μας σύστημα. Ισούται με το μήκος του μεγάλου ημιάξονα της τροχιάς της Γης (149,5 εκατ. χλμ.). Η χρησιμοποίησή της έγινε αναγκαία για να μπορούν να εκφραστούν με… … Dictionary of Greek
μονάδα — μονάς solitary fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καράτι — Μονάδα βάρους πολύτιμων λίθων· μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού. Το κ. ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται σε όλους τους πολύτιμους λίθους, εκτός από τα μαργαριτάρια. Το μετρικό κ. καθιερώθηκε από την Δ’ Γενική Διάσκεψη… … Dictionary of Greek
μίλι — Μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων, με διάφορες τιμές για τη θάλασσα (διεθνές ναυτικό μ.) και για την ξηρά (αγγλικό μ.). Το διεθνές ναυτικό μ. καθορίστηκε με διεθνή σύμβαση του 1929 ακριβώς σε 1.852 μ. · το αγγλικό μ. (που χρησιμοποιείται στη… … Dictionary of Greek
γραμμάριο — Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα … Dictionary of Greek
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
θερμίδα — Μονάδα ποσότητας θερμότητας (σύμβολο cal) που καθιερώθηκε πριν γίνει αντιληπτό από τους επιστήμονες ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας. Τότε όριζαν τη θερμότητα με βάση τις μεταβολές που αυτή προκαλούσε στη θερμοκρασία κάποιου σώματος.… … Dictionary of Greek
τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… … Dictionary of Greek
έργιο — Μονάδα έργου και ενέργειας στο σύστημα CGS, δηλαδή σε αυτό που δέχεται ως θεμελιώδη μηχανικά μεγέθη το μήκος που εκφράζεται σε εκατοστά, τη μάζα σε γραμμάρια και τον χρόνο σε δευτερόλεπτα. Έργο ίσο με 1 έ. είναι το έργο που παράγεται από τη… … Dictionary of Greek