-
41 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
42 доля
1. (часть чего-л.) το κλάσμα, το μερίδιο, το μέρος, το τμήμα, η μερίδαмассовая - της μάζας του συστατικού μ(ε)ίγματος ως προς το σύνολο μάζας μείγματοςмольная - см. молярная -2. (мера веса) παλαιά ρωσική μονάδα μάζας πριν την εφαρμογή του μετρικού συστήματος ίση με 44,4349 κιλά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доля
-
43 завод
1. (предприятие) το εργοστάσι/ο* *владелец - а ο εργοστασιάρχηςэксплуатация - а λειτουργία/εκμετάλλευση του - ουвагоноремонтный - επισκευής οχημάτων/βαγονιώνвагоностроительный - κατασκευής σιδηροδρομικών οχημάτων/βαγονιώνкирпичный - το πλινθοποιείο, το πλινθείοметаллургический - η μεταλλουργία, μεταλλουργικό -нефтеперегонный{}нефтеперерабатывающий{} - διύλισης πετρελαίου, τα διυλιστήριαпивоваренный - ζυθοποιίας, το ζυθοποιείοсталелитейный - η χαλυβουργία, το χαλυβουργείοсталеплавильный см. сталелитейный -стекольный - η υαλουργία, το υαλουργείοтракторный - κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων/τρακτέρтракторостроительный - κατασκευής ελκυστήρων/τρακτέρтруболитейный - το χυτήριο σωλήνων, η σωληνοποιίατο σωληνοποιείο, η σωληνουργίαтрубопрокатный - см. труболитейный -цементный - τσιμέντου/κονιάματος, η τσεμεντοποιίαчугунолитейный - χύτευσης/παραγωγής χυτοσιδήρουчугуноплавильный - см. чугунолитейный -2. (приведение в действие механизма) το κούρδισμα 3. (приспособление в механизме) το κουρδιστήρι 4. (срок действия заведённого механизма) η διάρκεια κουρδίσματος 5. (конный) το ιπποτροφείο, ο ιπποφορβείο б.(рыбоводный) το ιχθυοτροφείο. завод-изготовитель το εργοστάσιο-κατασκευαστής, η κατασκευαστική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод
-
44 завод-поставщик
το εργοστάσιο-προ-μηθευτής, ο προμηθευτής, η προμηθευτική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод-поставщик
-
45 запарка
1. см. запаривание( в 1 знач.) 2. текст. η μονάδα εκτύπωσης με ατμό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запарка
-
46 запарник-смеситель
(кормов) η μονάδα μείξης/επεξεργασίας με ατμό των ζωοτροφώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запарник-смеситель
-
47 золотник
1. (в паровых машинах) о ατμονομέας, ο ατμοσύρτης 2. (клапан управления в гидро- или пневмоусилителях и исполнительных механизмах) η κύρια βαλβίδα, η βαλβίδα ελέγχου 3. (старая русская мера веса) παλιά ρωσική μονάδα βάρους (ισούται με 4,26 γραμμάρια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золотник
-
48 кандела
(единица измерения силы света в системе СИ) το κηρίο (μονάδα του φωτός στο σύστημα SI).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кандела
-
49 кельвин
(единица термодинамической температуры в системе СИ) (К) Κέλβιν (μονάδα θερμοδυναμικής θερμοκρασίας στο σύστημα SI).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кельвин
-
50 климцентраль
η κεντρική μονάδα του κλιματισμούτο δίκτυο κλιματισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > климцентраль
-
51 конструкция
1. (проект, устройство) η κατασκευ/ήсоздавать - ю с учётом будущих условий эксплуатации σχεδιάζω την - λαμβάνοντας υπ'όψη τις μελλοντικές συνθήκες εκμετάλλευσηςагрегатная - ενοποιημένη -, η μονάδαкрупноблочная - από μεγάλα τμήματα/μπλόκ (ξεν.)2. (строение) η δομή, ο ιστόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конструкция
-
52 кулон
физ. (единица количества электричества в системе СИ) (С) το κουλόμβ, το κουλόμβιο (μονάδα ποσότητας ηλεκτρισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кулон
-
53 лущилка
η μονάδα/το μηχάνημα αποφλοίωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лущилка
-
54 люкс
физ. το λουξ, το λούκ (ξεν.) (μονάδα φωτός)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > люкс
-
55 максвелл
(единица магнитного потока в системе СГС) η μαξουέλ (Мх) (μονάδα μαγνητικής ροής στο σύστημα SGS).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > максвелл
-
56 мел
I.(белый известняк) η κιμωλία.II.(внесистемная единица высоты звука) η μονάδα ήχου μελ (mel).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мел
-
57 мерка
(для измерения) το μέτρο, η μονάδα μέτρησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мерка
-
58 микрофотоустановка
η μονάδα μικρο-φωτογράφισης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микрофотоустановка
-
59 насос-форсунка
η μονάδα της έγχυσης (αντλία και εγχυτήρας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > насос-форсунка
-
60 объект
1. (предмет, явление) το αντικείμενοнеопознанный летающий - (НЛО) άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο - (Α.Τ.Ι.Α)2. (промышленнаяединица) η εγκατάσταση, η μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объект
См. также в других словарях:
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
μονάδα — η 1. (μαθημ.), ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός: Ο αριθμός 1 αποτελεί μια μονάδα. 2. το μέτρο ποσοτήτων ή μεγεθών: Το κιλό είναι μονάδα βάρους. 3. στρατιωτικό τμήμα που έχει ένα διοικητή: Η μονάδα μου υπηρετούσε στην πρώτη γραμμή του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστρονομική μονάδα — Μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποστάσεων στο πλανητικό μας σύστημα. Ισούται με το μήκος του μεγάλου ημιάξονα της τροχιάς της Γης (149,5 εκατ. χλμ.). Η χρησιμοποίησή της έγινε αναγκαία για να μπορούν να εκφραστούν με… … Dictionary of Greek
μονάδα — μονάς solitary fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καράτι — Μονάδα βάρους πολύτιμων λίθων· μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού. Το κ. ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται σε όλους τους πολύτιμους λίθους, εκτός από τα μαργαριτάρια. Το μετρικό κ. καθιερώθηκε από την Δ’ Γενική Διάσκεψη… … Dictionary of Greek
μίλι — Μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων, με διάφορες τιμές για τη θάλασσα (διεθνές ναυτικό μ.) και για την ξηρά (αγγλικό μ.). Το διεθνές ναυτικό μ. καθορίστηκε με διεθνή σύμβαση του 1929 ακριβώς σε 1.852 μ. · το αγγλικό μ. (που χρησιμοποιείται στη… … Dictionary of Greek
γραμμάριο — Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα … Dictionary of Greek
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
θερμίδα — Μονάδα ποσότητας θερμότητας (σύμβολο cal) που καθιερώθηκε πριν γίνει αντιληπτό από τους επιστήμονες ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας. Τότε όριζαν τη θερμότητα με βάση τις μεταβολές που αυτή προκαλούσε στη θερμοκρασία κάποιου σώματος.… … Dictionary of Greek
τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… … Dictionary of Greek
έργιο — Μονάδα έργου και ενέργειας στο σύστημα CGS, δηλαδή σε αυτό που δέχεται ως θεμελιώδη μηχανικά μεγέθη το μήκος που εκφράζεται σε εκατοστά, τη μάζα σε γραμμάρια και τον χρόνο σε δευτερόλεπτα. Έργο ίσο με 1 έ. είναι το έργο που παράγεται από τη… … Dictionary of Greek