Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+κατηγορία

  • 61 наговор

    α.
    1. κατηγορία, διαβολή, συκοφαντία, κακολογία.
    2. ξόρκια, -ισμα, (ε)ξορ-κισμός• μάγια.

    Большой русско-греческий словарь > наговор

  • 62 напрасный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. μάταιος, ανώφελος, άκαρπος χαμένος•

    -ые старания μάταιες προσπάθειες•

    напрасный труд χαμένος κόπος•

    -ая надежда χαμένη ελπίδα.

    2. άσκοπος αδικαιολόγητος•

    -ая тревога αδικαιολόγητος φόβος•

    -ых слз не лей μην κλαις αδικαιολόγητα, μην κλαις άδαρτος.

    || άδικος•

    -ое обвинение άδικη κατηγορία•

    -ые нарекания άδικες επικρίσεις.

    Большой русско-греческий словарь > напрасный

  • 63 необоснованный

    επ.
    αβάσιμος, αστήρικτος, ασύστατος, ανυπόστατος•

    необоснованный вывод αυθαίρετο συμπέρασμα•

    необоснованный упрк αδικαιολόγητη κατηγορία.

    Большой русско-греческий словарь > необоснованный

  • 64 неоправданный

    επ.
    αδικαιολόγητος, αβάσιμος•

    неоправданный вывод αστήρικτο συμπέρασμα•

    -ое об-винние αβάσιμη κατηγορία.

    || άσκοπος•

    -ые расходы (затраты) αδικαιολόγητα έξοδα.

    Большой русско-греческий словарь > неоправданный

  • 65 неправильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. μη σωστός αντικανονικός, ανώμαλος• μη φυσιολογικός•

    -ое развитие организма μη φυσιολογική ανάπτυξη του οργανισμού.

    || επιλήψιμος, επίμεμπτος• καταχρηστικός, παράτυπος.
    2. αναληθής, ανακριβής• λαθεμένος, εσφαλμένος•

    расчт λαθεμένος λογαριασμός•

    -ое суждение εσφαλμένη κρίση•

    -ая точка зрения λαθεμένη άποψη.

    || άδικος•

    -ое обвинение άδικη κατηγορία.

    εκφρ.
    - ые глаголы – ανώμαλα ρήματα•
    - ая дробь – (μαθ.) καταχρηστικό ή νόθο κλάσμα.

    Большой русско-греческий словарь > неправильный

  • 66 обвинять

    ρ.δ., παθ. μτχ. ενστ. обвиняемый.
    1. μ. κατηγορώ, αποδίδω κατηγορία ενοχοποιώ•

    его -ют несправедливо τον κατηγορούν άδικα•

    обвинять в преступлении κατηγορώ για έγκλημα•

    взаимно обвинять αντεκαλώ, αντικατηγορώ.

    || διώκω δικαστικά. || μέμφομαι, ψέγω, επικρίνω•

    обвинять в лицемерии κατηγορώ για υποκρισία.

    2. κατηγορώ, μιλώ σαν εισαγγελέας.
    κατηγορούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > обвинять

  • 67 огульный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. ο χωρίς διάκριση γινόμενος.
    2. αβάσιμος• ανεξιχνίαστος•

    -ое обвинение αβάσιμη κατηγορία.

    3. παλ. χοντρικός•

    -ая торговля χοντρικό εμπόριο.

    Большой русско-греческий словарь > огульный

  • 68 опровергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ.:опроверг
    -ла, -ло
    ρ.σ.μ.
    διαψεύδω, ανασκευάζω, αντικρούω•

    опровергнуть слухи διαψεύδω τις φήμες•

    -доказательство αντικρούω το επιχείρημα•

    свидетельство ανασκευάζω τη μαρτυρία•

    опровергнуть самого себя διαψεύδω τον ίδιο τον εαυτό μου.

    || αναιρώ, ανατρέπω•

    опровергнуть возведнное обвинение αναιρώ την αποδιδόμενη κατηγορία.

    Большой русско-греческий словарь > опровергнуть

  • 69 отожествить

    κ. отождествить
    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отожествленный κ. отождествленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    (συν)ταυτιζω, βάζω στην ίδια μοίρα ή κατηγορία, εξομοιώνω•
    ощибочно отожествить два различных явления λαθεμένα ταυτίζω δυό διαφορετικά φαινόμενα.

    Большой русско-греческий словарь > отожествить

  • 70 отожествлять

    κ. отождествлять
    ρ.δ.
    βλ. отожествить.
    (συν)ταυτίζομαι, εξομοιώνομαι, μπαίνω στην ίδια μοίρα ή κατηγορία.

    Большой русско-греческий словарь > отожествлять

  • 71 отпасть

    -аду, -адшь, μτχ. παρλθ. χρ. отпавший κ. παλ. отпадший ρ.σ.
    1. πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    плода -ли οι καρποί έπεσαν. Ι) μτφ. ξεκόβομαι, αποχωρώ•

    -от организации αποχωρώ από την οργάνωση.

    || δε στέκω, δεν ευσταθώ•

    обвинение -ло έπεσε η κατηγορία.

    2. εξασθενώ, χάνομαι, περνώ•

    желание -ло η επιθυμία (όρεξη) πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > отпасть

  • 72 отряд

    α.
    1. απόσπασμα, τμήμα•

    отряд пехоты απόσπασμα πεζικού•

    десантный отряд αποβατικό τμήμα•

    головной отряд εμπροσθοφυλακήπροφυλακή.

    2. ομάδα•

    пионерский отряд πιονέρικη ομάδα•

    пе-редовби отряд πρωτοπόρο τμήμα.

    3. τάξη, κλάση, κατηγορία•

    отряд грызунов η τάξη των τρωκτικών.

    Большой русско-греческий словарь > отряд

  • 73 охаивание

    ουδ.
    κατάκριση, κακολόγηση, κατηγόρια.

    Большой русско-греческий словарь > охаивание

  • 74 подотряд

    α.
    υπόταξη (κατηγορία• ζώων).

    Большой русско-греческий словарь > подотряд

  • 75 почва

    θ.
    1. έδαφος, γη• τόπος• χώμα•

    плодородная почва εύφορο έδαφος•

    болотная почва ελώδες έδαφος•

    образцы -ы δείγματα χώματος.

    || μτφ. το περιβάλλον.
    2. βάση, στήριγμα•

    поставить на научную -у στηρίζω σε επιστημονική βάση•

    обвинение не имеет под собой почву η κατηγορία δεν έχει καμιά βάση (είναι ανεδαφική).

    3. τομέας, σφαίρα. || άποψη•
    εκφρ.
    нащупать -у – βολιδοσκοπώ, σφυγμομετρώ, εξιχνιάζω•
    терять -у под ногами – φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια•
    становиться на -у чего – είμαι με το μέρος, την άποψη.

    Большой русско-греческий словарь > почва

  • 76 придирка

    θ.
    πρόφαση (εν αμαρτία), α-δικόβγαλμα, ψόγος, κατηγόρια• στρεψοδικία.

    Большой русско-греческий словарь > придирка

  • 77 разбор

    α.
    1. αρπαγή, άρπασμα• πάρσιμο.
    2. τακτοποίηση• διευθέτηση• ταξινόμηση.
    3. λύση• διάλυση, αποσύνδεση, ξεμοντάρισμα• ξήλωμα.
    4. εξέταση, διερεύνηση•

    разбор вопроса εξέταση ζητήματος.

    5. εξάρθρωση, διαμελισμός• ξεχαρβάλωμα.
    6. ανάλυση•

    разбор предложения по частям речи γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία)•

    разбор картины ανάλυση εικόνας,

    7. ξεχώρισμα, βγάλσιμο, ανάγνωση•

    разбор почерка ανάγνωση γραφικού χαρακτήρα.

    8. (απλ.)• άρθρο κριτικό.
    9. εκλογή• εξαίρεση• διάκριση•

    без -а χωρίς εκλογή, αν εξαίρετα, αδιάκριτα.

    10. ποιότητα•

    мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας.

    11. κατηγορία, είδος, γένος.

    Большой русско-греческий словарь > разбор

  • 78 разбраковать

    ρ.σ.μ. ταξινομώ τα προϊόντα κατά κατηγορία (ποιότητα).

    Большой русско-греческий словарь > разбраковать

  • 79 разрядный

    επ.
    1. της κατηγορίας, με κατηγορία•

    -ые группы ομάδες κατηγορίας.

    2. (απλ.) της διάταξης•

    - ые книги βλ. разряд1 (4 ση μ.).

    Большой русско-греческий словарь > разрядный

  • 80 ранг

    α.
    βαθμός• αξίωμα•

    высший ранг υψηλό αξίωμα•

    капитан 1го, 2го, 3го -а πλοίαρχος, αντιπλοίαρχος, πλωτάρχης.

    || κατηγορία, τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > ранг

См. также в других словарях:

  • κατηγορία — κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc/acc dual κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορίᾳ — κατηγορίαι , κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορία — η 1. ενοχοποίηση: Άκουσα πολλές κατηγορίες εναντίονμου. 2. σύνολο πολλών όντων ή πραγμάτων ομοιογενών, τάξη, συνομοταξία: Το κουρείο αυτό είναι πρώτης κατηγορίας. 3. στη φιλοσοφία, βασική ενέργεια του νου που δεν μπορεί να αναλυθεί πιο πέρα σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατηγορίας — κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem acc pl κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορίαι — κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατελείς μύκητες — Κατηγορία μυκήτων που δεν παρουσιάζουν φυλετική διαφοροποίηση. Η αναπαραγωγή σε αυτούς είναι βλαστητική και τα προϊόντα της είναι τα κονίδια ή σπόρια. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει πολλά και σπουδαία, από οικονομική άποψη, γένη, όπως το πενικίλλι …   Dictionary of Greek

  • ελεύθεροι επαγγελματίες — Κατηγορία εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερη και όχι σε μισθωτή βάση και αμείβονται από τους πελάτες τους μετά από σχετική και ανά περίπτωση συμφωνία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι δικηγόροι ε …   Dictionary of Greek

  • μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με …   Dictionary of Greek

  • κατηγορίαν — κατηγορίᾱν , κατηγορία accusation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»