-
21 претензия
1. (требование чего-л.) η αξίωσ/η, η απαίτηση, η διεκδίκησηдата - и ημερομηνία - ης, отклонение - и απόρριψη της - ης2. юр. (заявление по поводу нарушения условий соглашения, договора) η αίτηση, η κατηγορία, η μήνυση, η καταγγελία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > претензия
-
22 тип
ο τύπος, το είδοςпорядковый мат. - της διάταξηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тип
-
23 бездоказательный
бездоказательн||ыйприл ἀναπόδεικτος:\бездоказательныйое обвинение ἡ ἀναπόδεικτη κατηγορία. -
24 беспочвенный
беспо́чвенн||ыйприл ἀβάσιμος, ἀνυπόστατος:\беспочвенныйое обвинение ἡ ἀβάσιμη κατηγορία. -
25 выдвигать
выдвигатьнесов1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):\выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω. -
26 голословный
голосло́вн||ыйприл ἀβάσιμος, ἀναπό-δεικτος, ἀστήρικτος:\голословныйое обвинение ἡ ἀναπόδεικτος (или ἡ ἀβάσιμη) κατηγορία -
27 категория
категорияж в разн. знач. ἡ κατηγορία -
28 класс
класс Iм (социальная группа) ἡ τάξη [-ις]·. рабочий \класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις]· господствующий \класс ἡ κυρίαρχη τάξη, ἡ ἄρχουσα τάξη· борьба \классов ἡ πάλη τῶν τάξεων.класс IIИм в разн. знач. ἡ τάξη [-ις] / ἡ θέση [-ις], ἡ κατηγορία (разряд, группа):ехать первым \классом ταξιδεύω πρώτη θέση. -
29 кляуза
кляуз||аж1. уст. ἡ στρεψοδικία·2. (донос) разг ἡ καταγγελία, ἡ κατηγορία, ἡ κατάδοση. -
30 напрасньш
напрасн||ьшприл μάταιος:\напрасньшая надежда ἡ μάταια ἐλπίδα· \напрасньшый труд μάταιος κόπος· \напрасньшое обвинение ἡ ἄδικη κατηγορία. -
31 необоснбванный
необоснбванн||ыйприл ἀστήρικτος, ἀβάσιμος, ἀσύστατος, ἀδικαιολόγητος:\необоснбванный"ый вывод τό ἀστήρικτο συμπέρασμα· \необоснбванныйое обвинение ἡ ἀβάσιμη κατηγορία -
32 обвинение
обвинениес1. ἡ κατηγορία, ἡ ἐνο-χοποίηση [-ις], ἡ καταγγελία:возводить на кого́-л. \обвинение в чем-л. κατηγορώ κάποιον γιά κάτι· предъявлять \обвинение кому-л. καταγγέλλω κάποιον2. юр. (обвиняющая сторона в процессе) ὁ κατήγορος:свидетели \обвинениеения οἱ μάρτυρες (τής) κατηγορίας. -
33 огульный
огул||ьныйприл χωρίς διάκριση / ἀβάσιμος (необоснованный):\огульныйьное обвинение ἡ ἀβάσιμη (или ἀστήρικτη) κατηγορία -
34 опровергать
опровергатьнесов, опровергнуть сов διαψεύδω, ἀναιρώ, ἀνασκευάζω:\опровергать слухи διαψεύδω τίς φήμες· \опровергать возведенное обвинение ἀναιρῶ τήν κατηγορία· \опровергать ложь ἀναιρώ τό ψεῦδος· \опровергать доводы противника ἀνασκευάζω τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου· \опровергать самого́ себя φάσκω καί ἀντιφάσκω. -
35 перо
пер||о́с1. (птицы) τό φτερό, τό πτε-ρόν:покрытый перьями φτερωτός, πτερωτός-.2. (писчее) ἡ πέννα:вечное \перо ὁ στυλογράφος, τό στυλό· ◊ бойкое \перо τό ζωντανό ὕφος· проба \пероί ἡ πρώτη συγγραφική ἀπόπειρα· одии́м росчерком \пероа μέ μιά μονοκονδυλιά· взяться за \перо ἀρχίζω νά γράφω· владеть \пероо́м ἔχω καλή /Γέννα· что написано \пероо́м, не вырубишь топором поел. ὀτι γράφεις δέν ξεγράφεις· вес \пероа спорт. κατηγορία <ρτεροῦ· ни пу́-ха ни \пероа́1 разг καλή τύχη!, καλή ἐπιτυχία! -
36 предъявление
предъяв||лениес1. ἡ παρουσίαση [-ις], ἡ ἐμφάνιση [-ις]:\предъявлениеление документов ἡ παρουσίαση ταυτότητας·2. (требований и т. ἡ.) ἡ ἀπαίτηση, ἡ ἀξίωση:\предъявлениеление обвинения в чем-л. ἡ κατηγορία γιά... -
37 разрядник
разрядникм спорт. ὁ ἔχων ἀθλητική κατηγορία. -
38 упрек
упрекм ἡ μομφή, ἡ κατηγορία, ἡ πα-ρατήρηση [-ις]:взаимные \упреки οἱ ἀλληλοκατηγορίες· осыпать кого́-л. \упреками κατηγορώ κάποιον. -
39 категория
[κατιγκόριγια] ουσ. θ. κατηγορία -
40 класс
[κλάσς] ουσ. α. τάξη, θέση, κατηγορία
См. также в других словарях:
κατηγορία — κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc/acc dual κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
κατηγορίᾳ — κατηγορίαι , κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — η 1. ενοχοποίηση: Άκουσα πολλές κατηγορίες εναντίονμου. 2. σύνολο πολλών όντων ή πραγμάτων ομοιογενών, τάξη, συνομοταξία: Το κουρείο αυτό είναι πρώτης κατηγορίας. 3. στη φιλοσοφία, βασική ενέργεια του νου που δεν μπορεί να αναλυθεί πιο πέρα σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηγορίας — κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem acc pl κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορίαι — κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατελείς μύκητες — Κατηγορία μυκήτων που δεν παρουσιάζουν φυλετική διαφοροποίηση. Η αναπαραγωγή σε αυτούς είναι βλαστητική και τα προϊόντα της είναι τα κονίδια ή σπόρια. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει πολλά και σπουδαία, από οικονομική άποψη, γένη, όπως το πενικίλλι … Dictionary of Greek
ελεύθεροι επαγγελματίες — Κατηγορία εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερη και όχι σε μισθωτή βάση και αμείβονται από τους πελάτες τους μετά από σχετική και ανά περίπτωση συμφωνία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι δικηγόροι ε … Dictionary of Greek
μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με … Dictionary of Greek
κατηγορίαν — κατηγορίᾱν , κατηγορία accusation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… … Dictionary of Greek