Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+κατάσταση

  • 121 ситуация

    ситуация
    ж ἡ κατάσταση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > ситуация

  • 122 современный

    современн||ый
    прил в разн. знач. σύγχρονος, σημερινός:
    \современныйая литерату́ра ἡ σύγχρονη λογοτεχνία· \современныйое положение ἡ σημερινή κατάσταση· \современныйая техника́ ἡ σύγχρονος τεχνική, ἡ μοντέρνα τεχνική:
    быть \современныйым εἶμαι σύγχρονος, εἶμαι μοντέρνος.

    Русско-новогреческий словарь > современный

  • 123 создаваться

    создавать||ся
    (возникать) δημιουργούμαι, σχηματίζομαι:
    \создаватьсяло́сь такое положение, что... δημιουργήθηκε τέτοια κατάσταση πού...

    Русско-новогреческий словарь > создаваться

  • 124 спасать

    спас||ать
    несов σώζω:
    \спасать кому-л. жизнь σώζω τή ζωή κάποιου· ◊ \спасать положение σώζω τήν κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > спасать

  • 125 становиться

    стан||овиться
    несов
    1. (вставать, занимать место) στέκομαι:
    \становиться на колени γονατίζω, γονυπετῶ· \становиться на стул ἀνεβαίνω στήν καρέκλα· \становиться в по́зу κάνω τόν...· \становиться на чыо-л. сторону перен παίρνω τό μέρος κάποιου·
    2. (располагаться):
    \становиться на якорь ἀγκυροβολώ· \становиться лагерем στρατο· πεδεύω·
    3. (делаться) γίνομαι:
    \становиться врачом γίνομαι γιατρός· ему́ \становитьсяо́вится лучше ἀρχίζει νά αἰσθάνεται καλλίτερα, καλλι-τερεύει ἡ κατάσταση του· \становитьсяо́вится темно ἀρχίζει νά σκοτεινιάζει· ◊ \становиться дь'.-бом ἀφηνιάζω (о лошади)! ἀνατριχιάζω, σηκώνομαι ὀρθιος (о волосах)· \становиться у власти ἀνεβαίνω στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > становиться

  • 126 стесненный

    стесненн||ый
    1. прич. от стеснять·
    2. прил στενοχωρημένος:
    быть в \стесненныйых обстоятельствах εὐρίσκομαι σέ δύσκολη (или σέ στενόχωρη) κατάσταση· быть \стесненныйым в деньгах ἔχω χρηματικές δυσχέρειες.

    Русско-новогреческий словарь > стесненный

  • 127 текущий

    теку́щ||ий
    1. прич. от течь·
    2. прил перен (настоящий) παρών, τρεχούμενος, τρέχων, ἐνεστώς:
    \текущийие дела τά τρέχοντα ζητήματα· двадцать второе число́ \текущийего месяца στίς είκοσιδύο τρέχοντος· в \текущийем году́ τό τρέχον ἔτος, ἐφέτος· \текущий момент ἡ σημερινή κατάσταση· \текущий ремонт ἡ μικρο-επισκευή· ◊ \текущий счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός.

    Русско-новогреческий словарь > текущий

  • 128 тревожный

    тревож||ный
    прил
    1. (встревоженный) ἀνήσυχος:
    \тревожныйный голос ἡ ἀνήσυχη φωνή· \тревожныйный взгляд τό ἀνήσυχο βλέμμα·
    2. (вызывающий тревогу) ἀνησυχαστικός:
    \тревожныйные слухи οἱ ἀνησυ-χαστικές φήμες· \тревожныйное положение ἡ ἀνη-συχηστική κατάσταση·
    3. (извещающий об опасности):
    \тревожныйные гудки τό σήμα κινδύνου, τόσήμα τοῦ συναγερμοδ.

    Русско-новогреческий словарь > тревожный

См. также в других словарях:

  • κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση — η 1. ο τρόπος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι: Έχει πάθει η διανοητική του κατάσταση. 2. κατάλογος: Σύνταξε κατάσταση απόντων μαθητών. 3. θέση, συνθήκες κάτω από τις οποίες περνά κανείς ή βρίσκεται κάτι: Βρίσκεται σε καλή κατάσταση. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάσταση ανάγκης — (Νομ.). Κατάσταση κινδύνου σε έννομα αγαθά, η οποία μπορεί να αποτραπεί μόνο με τη βλάβη ξένων αγαθών. Δημιουργεί σύγκρουση καθηκόντων και πρόβλημα στάθμισης και αξιολόγησης των αγαθών που πρέπει να θυσιαστούν και εκείνων που δικαιολογείται να… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση πολιορκίας — Ιδιαίτερο καθεστώς, το οποίο επιβάλλουν καταστάσεις έκτακτες και επικίνδυνες για την ασφάλεια και την ειρήνη ή γενικότερα για την κοινωνική και οικονομική ισορροπία της χώρας. Οι τυπικοί και ουσιαστικοί όροι καθορίζονται από το Σύνταγμα και τον… …   Dictionary of Greek

  • καταστάσῃ — καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor part act fem dat sg (attic epic ionic) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor subj mid 2nd sg (doric) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor subj act 3rd sg (doric) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελιώδης κατάσταση — Η κατάσταση ενός φυσικού συστήματος στη χαμηλότερη ενεργειακή του στάθμη, η οποία αντιστοιχεί στη χαμηλότερη ενέργεια. Για παράδειγμα, όταν το ηλεκτρόνιο σε ένα άτομο υδρογόνου, κατά το πρότυπο του Βοhr, βρίσκεται στην τροχιά με τη μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • άμορφη κατάσταση — Η φυσική κατάσταση ενός στερεού σώματος μη κρυσταλλικού, που τα μόριά του δηλαδή έχουν ακανόνιστη διάταξη και οπωσδήποτε όχι γεωμετρική. Τα άμορφα σώματα διακρίνονται από τα υγρά, που κι αυτά έχουν μη γεωμετρική δομή, κατά τον εξαιρετικά υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • ψύχωση — Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μερική ή και πλήρη αποδιοργάνωση της προσωπικότητας ενός ατόμου. Η κατάσταση αυτή, –έμμονες ιδέες ή ψυχοπάθειες–, αναγκάζει το άτομο να συμπεριφέρεται με τρόπους όχι φυσιολογικούς. Η ψ. είναι 2 ειδών: ενδογενής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»