-
81 материальный
1) филос. υλικόςматериа́льный мир — ο υλικός κόσμος
2) υλικός, οικονομικόςматериа́льные бла́га — τα υλικά αγαθά
материа́льное положе́ние — η οικονομική κατάσταση
-
82 аффект
аффектм ἡ ἀπότομη δυνατή συγκίνηση, ἡ ψυχική διέγερση:в состоянии \аффекта σέ κατάσταση παραφορϊς. -
83 бедственный
бедств||енныйприл ὁλέθριος, καταστρεπτικός:\бедственныйенное положение ἡ δεινή (ἀθλία) κατάσταση, ἡ μιζέρια. -
84 безнадежность
безнадежн||остьж ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπελπιστική κατάσταση. -
85 безнадежный
безнадежн||ыйприл ἀπελπιστικός, ἀνέλπιδος, ἄπελπις:\безнадежныйое положение ἡ ἀπελπιστική κατάσταση; \безнадежныйый больной ἀγιάτρευτα ἀρρωστος, πού ἔχει ἀνιατη ἀρρώστια. -
86 более
болеенареч1. περισσότερο, μᾶλλον:тем \более, что... πολύ περισσότερο πού...; \более или менее λίγο πολύ, μᾶλλον, κατά τό μᾶλλον ἡ ήττον \более того καί ἐπιπλέον2. (сравн. ст. от много) περισσότε-ρο[ν], πλέον, πιό (πολύ):\более серьезное положение πιό σοβαρή κατάσταση. -
87 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
88 вменяемость
вмен||яемостьж юр. ἡ εὐθύνη, τό ὑπεύθυνο[ν], τό κατα-λογιστόν:в состоянии \вменяемостьяемости σέ κατάσταση πού ἔχει κανείς συνείδηση τῶν πράξεων του. -
89 внутренний
вну́тренн||ийприл в разн. знач. ἐσωτερικός:\внутренний двор ἡ ἐσωτερική αὐλή·\внутреннийΗΗ сила ἡ ἐσωτερική δύναμη· \внутренний мир ὁ ἐσωτερικός κόσμος· \внутреннийяя политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· \внутреннийее положение ἡ ἐσωτερική κατάσταση· \внутреннийяя торговля τό ἐσωτερικό ἐμπόριο· \внутренний рынок эк. ἡ ἐσωτερική ἀγορά· министерство \внутреннийнх дел τό ὑπουργεῖο[ν] των ἐσωτερικών \внутреннийие болезни ἐσωτερικές παθήσεις· \внутреннийие причины οἱ ἐσωτερικές αίτίες· для \внутреннийего употребления γιά ἐσωτερική χρήση. -
90 входить
входитьнесов1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):\входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω13. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:\входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:\входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:\входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί. -
91 выкарабкаться
выкарабкатьсясов, выкарабкиваться несов разг ἀναρριχιέμαι, ἀνασύρομαι, βγαίνω:\выкарабкаться из тяжелого положения ξεμπλέκω (или γλυτώνω) ἀπό μιά δύσκολη κατάσταση. -
92 газообразный
газо||образныйприл физ. ἀεριοειδής:\газообразныйобразное состояние ἡ ἀεριοειδής κατάσταση. -
93 жидкий
жи́дк||ийприл1. ὑγρός / ρευστός (текучий)/ νερουλός, ὑδαρής (водянистый):\жидкийое топливо ἡ ὑγρή καύσιμος ὕλη· \жидкийое мыло τό ρευστό σαπούνι· \жидкий воздух физ. ὁ ὑγρός ἀέρας· в \жидкийом состоянии σέ ὑγρή κατάσταση·2. (негустой, водянистый) νερουλός, ὑδαρής / ἀραιός, ἐλαφρός (слабый \жидкий о чае и т. п.):\жидкий суп ἡ νερουλή σούπα·3. (редкий, негустой) ἀραιός, σπάνιος:\жидкийие волосы τά ἀραιά μαλλιά· ◊ \жидкий голос ἡ ἀδύνατη φωνή. -
94 зародыш
зародышм1. бот., зоол. τό ἔμ-βρυο[ν], τό σπέρμα·2. перен τό ἔμβρυ-ο[ν]:в \зародыше σέ ἐμβρυώδη κατάσταση· подавить в \зародыше πνίγω κάτι στή γέννησή του. -
95 зародышевый
зародыш||евыйприл ἐμβρυώδης, ἐμβρυακός:в \зародышевыйевом состоянии σέ ἐμβρυώδη κατάσταση. -
96 зачаточный
зача||точныйприл ἐμβρυώδης, ἐμβρυακός:в \зачаточныйточном состоянии σέ ἐμβρυώδη κατάσταση. -
97 интересный
интерес||ныйприл1. ἐνδιαφέρων/ περίεργος (любопытный)·2. (красивый) ἐλκυστικός, θελκτικός:\интересныйная внешность τό ἐλκυστικό παρουσιαστικό· ◊ быть в \интересныйном положении разг εἶμαι σέ ἐνδιαφέρουσα κατάσταση, εἶμαι ἔγ-κυος. -
98 исправность
исправн||остьж1. ἡ καλή κατάσταση2. (исполнительность) ἡ προθυμία, ἡ ἐπιμέλεια στήν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων. -
99 исправный
исправн||ыйприл1. (не имеющий повреждений) σέ καλή κατάσταση·2. (усердный, добросовестный) εὐσυνείδητος, πρόθυμος, ἐπιμελής:\исправныйый ученик ὁ ἐπιμελής μαθητής. -
100 критический
критический Iприл (содержащий критику; способный относиться критически) κριτικός:\критическийое замечание ἡ κριτική παρατήρηση· \критический ум τό κριτικό μυαλό, ὁ κριτικός νοῦς.крити́ческ||ий IIприл (находящийся в состоянии кризиса, перелома) κρίσιμος:\критический момент ἡ κρίσιμη στιγμή· \критический возраст ἡ κρίσιμη ἡλικία· ◊ \критическийое положение ἡ κρίσιμη κατάσταση.
См. также в других словарях:
κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… … Dictionary of Greek
κατάσταση — η 1. ο τρόπος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι: Έχει πάθει η διανοητική του κατάσταση. 2. κατάλογος: Σύνταξε κατάσταση απόντων μαθητών. 3. θέση, συνθήκες κάτω από τις οποίες περνά κανείς ή βρίσκεται κάτι: Βρίσκεται σε καλή κατάσταση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάσταση ανάγκης — (Νομ.). Κατάσταση κινδύνου σε έννομα αγαθά, η οποία μπορεί να αποτραπεί μόνο με τη βλάβη ξένων αγαθών. Δημιουργεί σύγκρουση καθηκόντων και πρόβλημα στάθμισης και αξιολόγησης των αγαθών που πρέπει να θυσιαστούν και εκείνων που δικαιολογείται να… … Dictionary of Greek
κατάσταση πολιορκίας — Ιδιαίτερο καθεστώς, το οποίο επιβάλλουν καταστάσεις έκτακτες και επικίνδυνες για την ασφάλεια και την ειρήνη ή γενικότερα για την κοινωνική και οικονομική ισορροπία της χώρας. Οι τυπικοί και ουσιαστικοί όροι καθορίζονται από το Σύνταγμα και τον… … Dictionary of Greek
καταστάσῃ — καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor part act fem dat sg (attic epic ionic) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor subj mid 2nd sg (doric) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor subj act 3rd sg (doric) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμελιώδης κατάσταση — Η κατάσταση ενός φυσικού συστήματος στη χαμηλότερη ενεργειακή του στάθμη, η οποία αντιστοιχεί στη χαμηλότερη ενέργεια. Για παράδειγμα, όταν το ηλεκτρόνιο σε ένα άτομο υδρογόνου, κατά το πρότυπο του Βοhr, βρίσκεται στην τροχιά με τη μικρότερη… … Dictionary of Greek
άμορφη κατάσταση — Η φυσική κατάσταση ενός στερεού σώματος μη κρυσταλλικού, που τα μόριά του δηλαδή έχουν ακανόνιστη διάταξη και οπωσδήποτε όχι γεωμετρική. Τα άμορφα σώματα διακρίνονται από τα υγρά, που κι αυτά έχουν μη γεωμετρική δομή, κατά τον εξαιρετικά υψηλό… … Dictionary of Greek
προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek
ψύχωση — Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μερική ή και πλήρη αποδιοργάνωση της προσωπικότητας ενός ατόμου. Η κατάσταση αυτή, –έμμονες ιδέες ή ψυχοπάθειες–, αναγκάζει το άτομο να συμπεριφέρεται με τρόπους όχι φυσιολογικούς. Η ψ. είναι 2 ειδών: ενδογενής… … Dictionary of Greek