Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+κατάσταση

  • 81 материальный

    1) филос. υλικός

    материа́льный мир — ο υλικός κόσμος

    2) υλικός, οικονομικός

    материа́льные бла́га — τα υλικά αγαθά

    материа́льное положе́ние — η οικονομική κατάσταση

    Русско-греческий словарь > материальный

  • 82 аффект

    аффект
    м ἡ ἀπότομη δυνατή συγκίνηση, ἡ ψυχική διέγερση:
    в состоянии \аффекта σέ κατάσταση παραφορϊς.

    Русско-новогреческий словарь > аффект

  • 83 бедственный

    бедств||енный
    прил ὁλέθριος, καταστρεπτικός:
    \бедственныйенное положение ἡ δεινή (ἀθλία) κατάσταση, ἡ μιζέρια.

    Русско-новогреческий словарь > бедственный

  • 84 безнадежность

    безнадежн||ость
    ж ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπελπιστική κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > безнадежность

  • 85 безнадежный

    безнадежн||ый
    прил ἀπελπιστικός, ἀνέλπιδος, ἄπελπις:
    \безнадежныйое положение ἡ ἀπελπιστική κατάσταση; \безнадежныйый больной ἀγιάτρευτα ἀρρωστος, πού ἔχει ἀνιατη ἀρρώστια.

    Русско-новогреческий словарь > безнадежный

  • 86 более

    более
    нареч
    1. περισσότερο, μᾶλλον:
    тем \более, что... πολύ περισσότερο πού...; \более или менее λίγο πολύ, μᾶλλον, κατά τό μᾶλλον ἡ ήττον \более того καί ἐπιπλέον
    2. (сравн. ст. от много) περισσότε-ρο[ν], πλέον, πιό (πολύ):
    \более серьезное положение πιό σοβαρή κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > более

  • 87 брать

    брать
    несов
    1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:
    \брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;
    2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:
    \брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;
    3. (в обладание, в пользование) παίρνω:
    \брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;
    4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:
    \брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;
    5. (взимать, взыскивать) παίρνω:
    \брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση.

    Русско-новогреческий словарь > брать

  • 88 вменяемость

    вмен||яемость
    ж юр. ἡ εὐθύνη, τό ὑπεύθυνο[ν], τό κατα-λογιστόν:
    в состоянии \вменяемостьяемости σέ κατάσταση πού ἔχει κανείς συνείδηση τῶν πράξεων του.

    Русско-новогреческий словарь > вменяемость

  • 89 внутренний

    вну́тренн||ий
    прил в разн. знач. ἐσωτερικός:
    \внутренний двор ἡ ἐσωτερική αὐλή·\внутреннийΗΗ сила ἡ ἐσωτερική δύναμη· \внутренний мир ὁ ἐσωτερικός κόσμος· \внутреннийяя политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· \внутреннийее положение ἡ ἐσωτερική κατάσταση· \внутреннийяя торговля τό ἐσωτερικό ἐμπόριο· \внутренний рынок эк. ἡ ἐσωτερική ἀγορά· министерство \внутреннийнх дел τό ὑπουργεῖο[ν] των ἐσωτερικών \внутреннийие болезни ἐσωτερικές παθήσεις· \внутреннийие причины οἱ ἐσωτερικές αίτίες· для \внутреннийего употребления γιά ἐσωτερική χρήση.

    Русско-новогреческий словарь > внутренний

  • 90 входить

    входить
    несов
    1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
    \входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
    2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
    3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
    \входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
    4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
    \входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
    5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
    \входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.

    Русско-новогреческий словарь > входить

  • 91 выкарабкаться

    выкарабкаться
    сов, выкарабкиваться несов разг ἀναρριχιέμαι, ἀνασύρομαι, βγαίνω:
    \выкарабкаться из тяжелого положения ξεμπλέκω (или γλυτώνω) ἀπό μιά δύσκολη κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > выкарабкаться

  • 92 газообразный

    газо||образный
    прил физ. ἀεριοειδής:
    \газообразныйобразное состояние ἡ ἀεριοειδής κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > газообразный

  • 93 жидкий

    жи́дк||ий
    прил
    1. ὑγρός / ρευστός (текучий)/ νερουλός, ὑδαρής (водянистый):
    \жидкийое топливо ἡ ὑγρή καύσιμος ὕλη· \жидкийое мыло τό ρευστό σαπούνι· \жидкий воздух физ. ὁ ὑγρός ἀέρας· в \жидкийом состоянии σέ ὑγρή κατάσταση·
    2. (негустой, водянистый) νερουλός, ὑδαρής / ἀραιός, ἐλαφρός (слабый \жидкий о чае и т. п.):
    \жидкий суп ἡ νερουλή σούπα·
    3. (редкий, негустой) ἀραιός, σπάνιος:
    \жидкийие волосы τά ἀραιά μαλλιά· ◊ \жидкий голос ἡ ἀδύνατη φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > жидкий

  • 94 зародыш

    зародыш
    м
    1. бот., зоол. τό ἔμ-βρυο[ν], τό σπέρμα·
    2. перен τό ἔμβρυ-ο[ν]:
    в \зародыше σέ ἐμβρυώδη κατάσταση· подавить в \зародыше πνίγω κάτι στή γέννησή του.

    Русско-новогреческий словарь > зародыш

  • 95 зародышевый

    зародыш||евый
    прил ἐμβρυώδης, ἐμβρυακός:
    в \зародышевыйевом состоянии σέ ἐμβρυώδη κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > зародышевый

  • 96 зачаточный

    зача||точный
    прил ἐμβρυώδης, ἐμβρυακός:
    в \зачаточныйточном состоянии σέ ἐμβρυώδη κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > зачаточный

  • 97 интересный

    интерес||ный
    прил
    1. ἐνδιαφέρων/ περίεργος (любопытный)·
    2. (красивый) ἐλκυστικός, θελκτικός:
    \интересныйная внешность τό ἐλκυστικό παρουσιαστικό· ◊ быть в \интересныйном положении разг εἶμαι σέ ἐνδιαφέρουσα κατάσταση, εἶμαι ἔγ-κυος.

    Русско-новогреческий словарь > интересный

  • 98 исправность

    исправн||ость
    ж
    1. ἡ καλή κατάσταση
    2. (исполнительность) ἡ προθυμία, ἡ ἐπιμέλεια στήν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων.

    Русско-новогреческий словарь > исправность

  • 99 исправный

    исправн||ый
    прил
    1. (не имеющий повреждений) σέ καλή κατάσταση·
    2. (усердный, добросовестный) εὐσυνείδητος, πρόθυμος, ἐπιμελής:
    \исправныйый ученик ὁ ἐπιμελής μαθητής.

    Русско-новогреческий словарь > исправный

  • 100 критический

    критический I
    прил (содержащий критику; способный относиться критически) κριτικός:
    \критическийое замечание ἡ κριτική παρατήρηση· \критический ум τό κριτικό μυαλό, ὁ κριτικός νοῦς.
    крити́ческ||ий II
    прил (находящийся в состоянии кризиса, перелома) κρίσιμος:
    \критический момент ἡ κρίσιμη στιγμή· \критический возраст ἡ κρίσιμη ἡλικία· ◊ \критическийое положение ἡ κρίσιμη κατάσταση.

    Русско-новогреческий словарь > критический

См. также в других словарях:

  • κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση — η 1. ο τρόπος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι: Έχει πάθει η διανοητική του κατάσταση. 2. κατάλογος: Σύνταξε κατάσταση απόντων μαθητών. 3. θέση, συνθήκες κάτω από τις οποίες περνά κανείς ή βρίσκεται κάτι: Βρίσκεται σε καλή κατάσταση. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάσταση ανάγκης — (Νομ.). Κατάσταση κινδύνου σε έννομα αγαθά, η οποία μπορεί να αποτραπεί μόνο με τη βλάβη ξένων αγαθών. Δημιουργεί σύγκρουση καθηκόντων και πρόβλημα στάθμισης και αξιολόγησης των αγαθών που πρέπει να θυσιαστούν και εκείνων που δικαιολογείται να… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση πολιορκίας — Ιδιαίτερο καθεστώς, το οποίο επιβάλλουν καταστάσεις έκτακτες και επικίνδυνες για την ασφάλεια και την ειρήνη ή γενικότερα για την κοινωνική και οικονομική ισορροπία της χώρας. Οι τυπικοί και ουσιαστικοί όροι καθορίζονται από το Σύνταγμα και τον… …   Dictionary of Greek

  • καταστάσῃ — καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor part act fem dat sg (attic epic ionic) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor subj mid 2nd sg (doric) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down aor subj act 3rd sg (doric) καταστά̱σῃ , καθίστημι set down fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελιώδης κατάσταση — Η κατάσταση ενός φυσικού συστήματος στη χαμηλότερη ενεργειακή του στάθμη, η οποία αντιστοιχεί στη χαμηλότερη ενέργεια. Για παράδειγμα, όταν το ηλεκτρόνιο σε ένα άτομο υδρογόνου, κατά το πρότυπο του Βοhr, βρίσκεται στην τροχιά με τη μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • άμορφη κατάσταση — Η φυσική κατάσταση ενός στερεού σώματος μη κρυσταλλικού, που τα μόριά του δηλαδή έχουν ακανόνιστη διάταξη και οπωσδήποτε όχι γεωμετρική. Τα άμορφα σώματα διακρίνονται από τα υγρά, που κι αυτά έχουν μη γεωμετρική δομή, κατά τον εξαιρετικά υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • ψύχωση — Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μερική ή και πλήρη αποδιοργάνωση της προσωπικότητας ενός ατόμου. Η κατάσταση αυτή, –έμμονες ιδέες ή ψυχοπάθειες–, αναγκάζει το άτομο να συμπεριφέρεται με τρόπους όχι φυσιολογικούς. Η ψ. είναι 2 ειδών: ενδογενής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»