Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ζάχαρη

  • 21 кусковой

    кусковой
    прил κομματιαστός, σέ κομμάτια:
    \кусковой сахар ἡ ζάχαρη κομμάτια.

    Русско-новогреческий словарь > кусковой

  • 22 наколоть

    наколоть
    сов см. накалывать· \наколоть сахару σπάζω ζάχαρη· \наколоть дров κόβω (или σχίζω) ξύλα.

    Русско-новогреческий словарь > наколоть

  • 23 обсыпать

    обсыпать
    сов, обсыпать несов πασπαλίζω / σκεπάζω (покрывать):
    \обсыпать сахаром πασπαλίζω μέ ζάχαρη· \обсыпать мукой ἀλευρώνω.

    Русско-новогреческий словарь > обсыпать

  • 24 откалывать

    откалывать
    несов
    1. (отламывать) ἀποσπῶ, σπάζω/ σχίζω (щепку и т. п.):
    \откалывать кусок сахару σπάζω ἕνα κομμάτι· ζάχαρη·
    2. (брошь и т. п.) ξεκαρφιτσώ-νω, ξεκαρφώνω, βγάζω:
    \откалывать булавку βγάζω τήν καρφίτσα· ◊ \откалывать штуку разг σκαρώνω κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > откалывать

  • 25 песок

    пес||о́к
    м
    1. ἡ ἄμμος:
    золотоносный \песок ἡ χρυσοφόρος, ἄμμος, ἡ χρυσΐτις· зыбучие \песокки́ ἡ κινητή ἄμμος·
    2. мед. ἡ ψαμ-μίασις· ◊ сахарный \песок ἡ ψιλή ζάχαρη.

    Русско-новогреческий словарь > песок

  • 26 пиленый

    пиленый
    прил:
    \пиленый сахар ἡ ζάχαρη κομμάτια.

    Русско-новогреческий словарь > пиленый

  • 27 пудра

    пу́др||а
    ж ἡ πούδρα, ἡ πούντρα:
    сахарная \пудра ζάχαρη πούδρα.

    Русско-новогреческий словарь > пудра

  • 28 размешивать

    размешивать I
    несов ζυμώνω:
    \размешивать тесто́ ζυμώνω ζυμάρι· \размешивать глину ζυμώνω λάσπη.
    размешивать II
    несов
    1. (смешивать) ἀνακατώνω, ἀναμιγνύω, συμφύρω:
    \размешивать сахар в ко́фе ἀνακατώνω τήν ζάχαρη μέ τόν καφέ·
    2. (помешивать чем-л.) ἀνακατώνω, ἀνασκαλεύω, σκαλίζω:
    \размешивать у́г ли σκαλίζω τά κάρβουνα.

    Русско-новогреческий словарь > размешивать

  • 29 рафинад

    рафинад
    м ἡ ραφιναρισμένη ζάχαρη.

    Русско-новогреческий словарь > рафинад

  • 30 сахарный

    са́харн||ый
    прил ζαχαρένιος, σακχαρώδης:
    \сахарный завод ἐργοστάσιον ζαχάρεως, τό ζαχαρουργεῖο[ν]· \сахарный тростник τό ζα-χαροκάλαμο[ν]· \сахарныйая свекла τά ζαχαρότευτλα· \сахарный песок ἡ ψιλή ζάχαρη· \сахарныйая пу́дра ζαχαρόσκονη· \сахарныйая болезнь мед. ὁ ζαχαροδιαβήτης.

    Русско-новогреческий словарь > сахарный

  • 31 толочь

    толочь
    несов κοπανίζω, τρίβω, σπάζω:
    \толочь сахар κομματιάζω ζάχαρη· ◊ \толочь воду в сту́пе погов. κοπανίζω ἀέρα.

    Русско-новогреческий словарь > толочь

  • 32 щипцы

    щипцы
    мн. ἡ λαβίδα, ἡ τσιμπίδα, τό τσιμπίδι, ἡ μασιά/ ὁ καρυοθραύστης (для орехов)/ ὁ ἐμβρυουλκός (акушерские)/ ἡ ὀδοντάγρα, ἡ τανάλια τοῦ· ὀδοντογιατροῦ (зубоврачебные):
    \щипцы для сахара τό τσιμ-πιδάκι γιά τή ζάχαρη, ἡ σακχαρολα· βίς.

    Русско-новогреческий словарь > щипцы

  • 33 рафинад

    [ραφινάτ] ουσ. α ραφιναρισμένη ζάχαρη

    Русско-греческий новый словарь > рафинад

  • 34 сахар

    [σάχαρ] ουσ. α ζάχαρη

    Русско-греческий новый словарь > сахар

  • 35 рафинад

    [ραφινάτ] ουσ α ραφιναρισμένη ζάχαρη

    Русско-эллинский словарь > рафинад

  • 36 сахар

    [σάχαρ] ουσ α ζάχαρη

    Русско-эллинский словарь > сахар

  • 37 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 38 внакладку

    επίρ.
    пить внакладку πίνω με ζάχαρη μέσα (στο τσάι, καφέ κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > внакладку

  • 39 вприглядку

    επίρ.
    (απλ.) στην εκφρ. пить вприглядку πίνω χωρίς ζάχαρη, σκέτο (τσάι, καφέ κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > вприглядку

  • 40 вприкуску

    επίρ.
    στην εκφρ. пить -πίνω εκμυζώντας κομμάτι ζάχαρη (για τσάι, καφέ κλπ.)

    Большой русско-греческий словарь > вприкуску

См. также в других словарях:

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — η 1. κρυσταλλική ουσία με χρώμα λευκό και γλυκιά γεύση. 2. μτφ., γλυκός: Τα λόγια του είναι ζάχαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχαρώνω — [ζάχαρη] 1. παθαίνω κρυστάλλωση τής ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι») 2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω 3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα») 4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαριάζω — [ζάχαρη] (για μέλι, γλυκίσματα κ.λπ.) υφίσταμαι κρυστάλλωση τής ζάχαρης («ζαχάριασε ο μπακλαβάς») …   Dictionary of Greek

  • ζαχαράτος — η, ο (Μ ζαχαρᾱτος, η, ο και σαχαρᾱτος, η, ο) 1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτο μικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. άτος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ζάκχαρις — και σάκχαρις και ζάχαρη, η η ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζάχαρη] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… …   Dictionary of Greek

  • αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …   Dictionary of Greek

  • Sugar — For other uses, see Sugar (disambiguation). For common table sugar, see Sucrose. White sugar redirects here. For the Joanne Shaw Taylor album, see White Sugar (album) …   Wikipedia

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»