-
101 περιφερειακές
η, ό[ν]1) окружной, областной, районный;περιφερειακέςή επιτροπή τού κόμματος — областной комитет партии;
2) периферийный -
102 πρωτοβάθμιος
α, ο [ος и ία, ον]1) первоклассный, высшей категории;πρωτοβάθμιος διδάσκαλος — учитель высшего класса;
2) относящийся к первой инстанции;πρωτοβάθμιοςιο δικαστήριο — суд первой инстанции;
πρωτοβάθμιοςια επιτροπή — комиссия первой инстанции
-
103 συγκροτώ
(ε) μετ.1) создавать, формировать, образовывать, основывать, организовывать; укомплектовывать; сколачивать (неодобр.); 2) созывать, собирать;συγκροτώ συλλαλητήριο — созывать митинг;
συγκροτώ διαδήλωση — проводить демонстрацию;
§ συγκροτώ μάχη — завязывать бой;
1) — состоять;συγκροτούμαι
η επιτροπή συγκροτήθηκε από... — комиссия составлена из...;
2) созываться, проводиться -
104 συνιστώ
(α) (αόρ. συνέστησα, παθ. αόρ. συνεστάθην, συνεστήθην и συνέστην) μετ.1) создавать, образовывать, составлять;συνιστώ επιτροπή — создавать комиссию;
2) представлять, рекомендовать (кого-л.);3) рекомендовать, советовать (что-л.); обращать внимание, указывать (на что-л.);σού συνιστώ — я тебе советую;
1) — представляться, рекомендоваться (кому-л.);συνιστώμαι
2) состоять (из чего-л.) -
105 συντακτικός
-
106 σχηματίζω
μετ. образовывать, создавать; формировать; составлять;σχηματίζω επιτροπή — создавать комиссию;
σχηματίζω κυβέρνηση — сформировать правительство;
γνώμη — создавать себе мнение;σχηματίζω κύκλο — образовывать круг;
σχηματίζω τετράδες — строиться по четыре человека в ряд;
σχηματίζω φράση — составлять предложение
-
107 τριμελής
ης, ες трёхчленный, состоящий из трёх частей;επιτροπή — комиссия из трёх членов -
108 υγειονομικός
η, ό[ν] медицинский; санитарный;υγειονομικός σταθμός — санчасть; — медпункт;
υγειονομική υπηρεσία — медицинская служба;
η στρατιωτική υγειονομική υπηρεσία — военно-санитарная служба;
υγειονομικά όργανα — органы здравоохранения;
υγειονομικό αυτοκίνητο — санитарная машина;
υγειονομικός ιατρός — санитарный врач;
περνώ από υγειονομική επιτροπή — проходить медицинскую комиссию
-
109 επιτροπής
ἐπιτροπέωto be an administrator: pres ind act 2nd sg (doric)ἐπιτροπήreference: fem gen sg (attic epic ionic) -
110 ἐπιτροπῆς
ἐπιτροπέωto be an administrator: pres ind act 2nd sg (doric)ἐπιτροπήreference: fem gen sg (attic epic ionic) -
111 επιτροπαίς
-
112 ἐπιτροπαῖς
-
113 επιτροπαί
-
114 ἐπιτροπαί
-
115 επιτροπών
ἐπιτροπέωto be an administrator: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἐπιτροπήreference: fem gen pl -
116 ἐπιτροπῶν
ἐπιτροπέωto be an administrator: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἐπιτροπήreference: fem gen pl -
117 επιτροπάς
-
118 ἐπιτροπάς
-
119 επιτροπήν
-
120 ἐπιτροπήν
См. также в других словарях:
ἐπιτροπή — reference fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
επιτροπή — η συμβούλιο ατόμων στα οποία ανατέθηκε κάποια εντολή (π.χ. η επίβλεψη ή ο έλεγχος έργου, η διαχείριση περιουσίας, η γνωμάτευση σε κάποιο θέμα κτλ.): Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτροπῇ — ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres ind mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj act 3rd sg ἐπιτροπή reference fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας — Όργανο του επαναστατικού καθεστώτος στη Γαλλία (1793). Την αποτελούσαν 12 μέλη και συγκροτήθηκε από την Εθνοσυνέλευση, που το 1792 ανακήρυξε την Α’ Δημοκρατία. Σε αυτήν, που γρήγορα συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, δέσποζαν οι μορφές του… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Ελλήνων — Φιλελληνικό σωματείο του Παρισιού (1823). Βλ. λ. φιλελληνισμός … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.) με εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. λ.) και εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στον διεθνή χώρο. Είναι γνωστή και ως… … Dictionary of Greek
Σωτηρίας, Επιτροπή Κοινής- — (Comite du Salut Public). Επιτροπή της γαλλικής Συμβατικής Συνέλευσης που συγκροτήθηκε στις 6 Απριλίου 1793. Η Επιτροπή είχε εννέα μέλη, ανάμεσα στα οποία και οι Δαντών, Μπαρέρ και Καμπόν. Σκοπός της ήταν η λήψη μέτρων για την απόκρουση της… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή — (ΔΟΕ).Διεθνής, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1894 στο Παρίσι, ύστερα από απόφαση διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των γαλλικών αθλητικών σωματείων. Στο πλαίσιο του συνεδρίου και έπειτα από πρόταση… … Dictionary of Greek