Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ελιά

  • 21 маслина

    θ.
    ελιά, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός, ελαιόκαρπος.

    Большой русско-греческий словарь > маслина

  • 22 масличный

    επ.
    της ελιάς• ελαιώδης•

    -ые ягоды οι ελιές (ελαιόκαρπος)•

    -ые культуры ελαιοφόρα φυτά.

    ουσ. πλθ. -ые τα ελαιοειδή.
    εκφρ.
    - ое дерево – η ελιά (δέντρο).

    Большой русско-греческий словарь > масличный

  • 23 мушка

    θ.
    1. μυγιτσα.
    2. τεχνητή ελιά στο πρόσωπο.
    3. πυκνά σχέδια σε διαφανές ύφασμα.
    4. βεζικάντι, -κατόριο• εκδόριο.
    θ.
    το στόχαστρο•

    брать (взять) на -у παίρνω τη σκοπευτική γραμμή, σκοπεύω.

    Большой русско-греческий словарь > мушка

  • 24 олива

    θ.
    ελιά, ελαια, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός•

    дикая олива η αγριελιά•

    уро-жш олив ελαιοπαραγωγή•

    сбор олив ελαιο-συγκομιδή, λιομάζωμα.

    Большой русско-греческий словарь > олива

  • 25 оливковый

    επ.
    1. της ελιάς, ελαΐκός, ελαιώδης•

    -ая роща ελαιώνας, ελαιοτόπι, λιοτό-πι•

    -ая косточка ελαιοπυρήνας•оливковыйое масло ελαιόλαδο•

    -ая ветвь κλάδος ελιάς (σύμβολο ειρήνης).

    2. ελαιόχρωμος, λαδής, χρώματος λαδί•

    материя -ого цвета ύφασμα λαδί.

    εκφρ.
    - ое дерево – το ελαιόδεντρο, η ελιά.

    Большой русско-греческий словарь > оливковый

  • 26 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

См. также в других словарях:

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — η 1. αειθαλές καρποφόρο δέντρο, που παράγει μικρούς αβγοειδείς σαρκώδεις καρπούς με ξυλώδες κουκούτσι, ελαιόδεντρο, λιόδεντρο. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, ο ελαιόκαρπος. 3. μτφ., καστανή ή μαύρη κηλίδα του δέρματος, που εξέχει ή όχι από την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουσ(σ)ελία — η, Ν βοτ. γένος θάμνων τής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. russelia, από το όνομα τού Α. Russell, Άγγλου φυσικού] …   Dictionary of Greek

  • Sithonia (Gemeinde) — Δήμος Σιθωνίας (Σιθωνία) …   Deutsch Wikipedia

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ВЕЛИЯ —    • Velĭa,          Ου̉έλια, Ου̉ελία, кроме незначительного города этого названия в тарраконской Испании была еще В. в Лукании, основанная фокейцами ок. 553 г. до Р. X., которая называлась сначала Ύέλη (Hdt. 1, 167), потом Έλέα. В. находилась в… …   Реальный словарь классических древностей

  • Elia, Nicosia — Elia Ελιά (Greek) Doğancı (Turkish) …   Wikipedia

  • Elia (Sithonia) — Elia Ελιά …   Deutsch Wikipedia

  • αγριελιά — και αγρελιά, η 1. ελιά σε άγρια κατάσταση, ο κότινος* τών αρχαίων 2. κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρι(ο) + ελιά. ΠΑΡ. αγριελίτικος, αγριελίτσα] …   Dictionary of Greek

  • ελάινος — η, ο (AM ἐλάϊνος, η, ον) 1. αυτός που προέρχεται από ελιά 2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη ο ελαϊκός εστέρας τής γλυκερίνης αρχ. 1. ελαΐνεος 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά 3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ελαία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη υπήρξε αποικία των Αθηναίων, την οποία ίδρυσαν κατά την επιστροφή τους από τον Τρωικό πόλεμο, με πρώτο οικιστή τον Μενεσθέα. Βρισκόταν κοντά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»