-
41 таможня
το τελωνεί/οразрешение - и на ввоз{}вывоз{} товара άδεια του - ου για εισαγωγή/εξαγωγή εμπορευμάτωνразрешение - и на выдачу груза со склада άδεια του - ου για παραλαβή φορτίου από την αποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > таможня
-
42 увертюра
муз. η εισαγωγή, η ουβερ-τούρα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увертюра
-
43 часть
1. (доля целого) το μέρ/ος, το τμήμαразбирать на - и (ξε)χωρίζω σε κομμάτια/τεμάχιαвступительная - литер. η εισαγωγή, ο πρόλογοςпроточная - гидротурбины το τμήμα ροής του υδραυλικού στροβίλου/της τουρμπίνας2. (составной элемент какого-л. механизма, организма и т.п.) το μέρος· ходовая - автомобиля κινητήριο - του αυτοκινήτου 3. (отдел учреждения, отдельная отрасль управления) το τμήμα, ο τομέας 4. (область деятельности, специальность) о τομέας 5. -й речи грам. τα μέρη του λόγουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > часть
-
44 экспозиция
1. (литер, муз.) η εισαγωγή 2. (напр. в музее) η έκθεση 3. (фото) см. выдержка (в 3 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспозиция
-
45 беспошлинный
беспошлинныйприл ἀδασμολόγητος, ἀτελώνιστος, ἀτελής:\беспошлинный ввоз товаров ἡ ἀδασμολόγητη είσαγωγή ἐμπορευμάτων. -
46 ввозить
ввоз||и́тьнесов1. είσάγω, προσάγω;2. эк. κάνω είσαγωγή. -
47 впуск
впускм ἡ είσδοχή, ἡ είσαγωγή. -
48 госпитализация
госпитализацияж ἡ είσαγωγή στό νοσοκομείο. -
49 импорт
импортм ἡ εἰσαγωγή (εμπορευμάτων). -
50 интродукция
интродукцияж муз. ἡ εἰσαγωγή. -
51 насаждение
насаждени||ес1. (действие) ἡ φύ-τευση [-ις], ἡ φυτεία·2. перен ἡ ἐμφύτευση [-ις]. ἡ ἐπιβολή, ἡ ἐγκατάσταση [-ις] / ἡ εἰσαγωγή (введение)/ ἡ διάδοση, ἡ προ-παγάνδιση (распространение)·3. \насаждениеия мн.:зеленые \насаждениеня οἱ δενδροφυτείες. -
52 политехнизация
политехнизацияж ὁ πολυτεχνισμός, ἡ πολυτεχνική μόρφωση:\политехнизация обучения ἡ εἰσαγωγή τής πολυτεχνικής μόρφωσης. -
53 увертюра
увертюраж муз. ἡ είσαγωγή. -
54 внедрение
[βνιτνριένιιε] ουσ. ο. εισαγωγή -
55 впуск
[φπούσκ] ουσ. α. εισαγωγή -
56 госпитализация
[γκασπιταλιζάτσυγια] ουσ. θ. εισαγωγή στο νοσοκομείο -
57 допуск
[ντόπσυσκ] ουσ. α. εισαγωγή -
58 импорт
[ίμπαρτ] ουσ. α. εισαγωγή -
59 увертюра
[ουβιρτγιούρα] ουσ. θ. (μουσ.) εισαγωγή -
60 внедрение
[βνιτνριένιιε] ουσ ο εισαγωγή
См. также в других словарях:
εἰσαγωγή — bringing in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek
εισαγωγή — η 1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή. 2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων. 3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσαγωγῇ — εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγῆι , εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῆ — εἰσαγωγεύς introducer masc nom/voc/acc dual εἰσαγωγεύς introducer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῆι — εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγχυση — Εισαγωγή υγρών, φαρμάκων, θρεπτικών ή άλλων ουσιών κατευθείαν σε αιμοφόρο αγγείο ή σε κοιλότητα του σώματος. * * * η (AM ἔγχυσις) 1. το να εγχέει, να ενσταλάζει κανείς υγρό σε ορισμένο αγγείο ή φάρμακο σε σημείο τού σώματος 2. η ίδια ουσία που… … Dictionary of Greek
νεφροστομία — Εισαγωγή ενός μικρού σωλήνα στα νεφρά για την αποχέτευση των ούρων στην επιφάνεια της κοιλιάς, παρακάμπτοντας τους ουρητήρες. Η διαδικασία γίνεται καμιά φορά για να επιτραπεί η επούλωση του ουρητήρα μετά από εγχείρηση. * * * η ιατρ. χειρουργική… … Dictionary of Greek
συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ … Dictionary of Greek
εἰσαγωγαῖς — εἰσαγωγή bringing in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγαί — εἰσαγωγή bringing in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)