-
1 εισαγωγη
ἥ1) введение, начальное руководство(τὰ βιβλία καὴ αἱ εἰσαγωγαί Plut.)
2) ввоз, импорт(ἐξαγωγέ καὴ εἰ. Arst.)
3) юр. (об исковом заявлении, судебном деле и т.п.) представление суду, внесение дела в суд Plat., Isae., Arst. -
2 εισαγωγή
η1) введение (внутрь — тж. лекарства); привнесение; вставление, вкладывание;του πλοίου στη δεξαμενή — вход судна в док;2) впуск, допуск;3) ввоз; импорт; 4) представление, рекомендация; внесение на рассмотрение; 5) юр. передача (в суд); привлечение (к суду); 6) введение (новшеств и т. п.); внедрение; 7) поступление; помещение (куда-л.);εισαγωγή μαθητών στη σχολή — поступление учеников в школу;
8) введение, предисловие; вступительное слово;9) муз. увертюра, вступление -
3 εισαγωγή
[исагоги] ουσ. θ. введение, предисловие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εισαγωγή
-
4 εισαγωγή
[исагоги] ουσ θ введение, предисловие. -
5 επεισαγωγη
староатт. ἐπεσαγωγή ἥ1) введение, т.е. внушение(κρείττονος ἐλπίδος NT.)
2) место ввода, лазейка(ἔσοδοι καὴ ἐπεσαγωγαί Thuc.)
-
6 αδασμολόγητος
η, ο [ος, ον ]1) беспошлинный;αδασμολόγητοςη εισαγωγή εμπορευμάτων — беспошлинный ввоз товаров;
2) освобождённый от уплаты пошлин -
7 ατελής
ης, ες1) недоделанный, имеющий недоделки, упущения; 2) см. ατελείωτος 1, 4; 3) освобождённый (от налогов, сборов и т. п.);ατελής εισαγωγή πρώτων υλών — беспошлинный ввоз сырья
-
8 προτάσσω
μετ.1) выставлять, выдвигать вперёд; вытягивать вперёд (руки); выпячивать (грудь); 2) предпосылать;§ προτάσσω τα στήθη — стоять грудью, защищать грудью;
ο εχθρός προέταξε πείσμονα αντίστασιν противник оказал упорное сопротивление;προτάσσομαι — быть предпосланным; — предшествовать;
του βιβλίου προτάσσεται μακρά εισαγωγή — книге предпослано большое введение
См. также в других словарях:
εἰσαγωγή — bringing in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… … Dictionary of Greek
εισαγωγή — η 1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή. 2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων. 3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσαγωγῇ — εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγῆι , εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῆ — εἰσαγωγεύς introducer masc nom/voc/acc dual εἰσαγωγεύς introducer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγῆι — εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres ind mp 2nd sg εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγέω guide pres subj act 3rd sg εἰσαγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) εἰσαγωγῇ , εἰσαγωγή bringing in fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγχυση — Εισαγωγή υγρών, φαρμάκων, θρεπτικών ή άλλων ουσιών κατευθείαν σε αιμοφόρο αγγείο ή σε κοιλότητα του σώματος. * * * η (AM ἔγχυσις) 1. το να εγχέει, να ενσταλάζει κανείς υγρό σε ορισμένο αγγείο ή φάρμακο σε σημείο τού σώματος 2. η ίδια ουσία που… … Dictionary of Greek
νεφροστομία — Εισαγωγή ενός μικρού σωλήνα στα νεφρά για την αποχέτευση των ούρων στην επιφάνεια της κοιλιάς, παρακάμπτοντας τους ουρητήρες. Η διαδικασία γίνεται καμιά φορά για να επιτραπεί η επούλωση του ουρητήρα μετά από εγχείρηση. * * * η ιατρ. χειρουργική… … Dictionary of Greek
συναρμογή — Εισαγωγή ενός μέρους ενός σώματος σε ένα άλλο, με σκοπό την επίτευξη σύνδεσης. Τα δύο τμήματα που θα συνδεθούν διαμορφώνονται κατά ειδικό τρόπο ώστε μια προεξοχή του ενός να αντιστοιχεί σε κοιλότητα του άλλου, για να γίνεται τέλεια συνένωση. Η σ … Dictionary of Greek
εἰσαγωγαῖς — εἰσαγωγή bringing in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγαί — εἰσαγωγή bringing in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)