-
41 ἀτυχίην
-
42 ατυχίης
-
43 ἀτυχίης
-
44 Ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται
-
45 Ενός κακού μύρια έπονται
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ενός κακού μύρια έπονται
-
46 Σαν έρθει ένα κακό, καρτέρα κι άλλο
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σαν έρθει ένα κακό, καρτέρα κι άλλο
-
47 Σε βρήκε ένα κακό, περίμενε κι άλλο
Ενός κακού ( δοθέντος) μύρια έπονται– Η μία ατυχία φέρνει την άλλη• Пришла беда – отворяй ворота• Лиха беда не приходит однаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σε βρήκε ένα κακό, περίμενε κι άλλο
-
48 hard lines/luck
(bad luck: Hard lines/luck! I'm afraid you haven't won this time; It's hard luck that he broke his leg.) ατυχία -
49 mischance
((a piece of) bad luck.) ατυχία -
50 tough luck
(bad luck: That was tough luck.) ατυχία -
51 напасть
[ναπάστ"] ουσ. θ. δυστύχημα, ατυχία -
52 невезение
[νιβιζιένιιε] ουσ. ο. ατυχία -
53 осечка
[ασιέτσκα] ουσ. θ. αφλογιστία όπλου, (μεταφ.) ατυχία -
54 напасть
[ναπάστ"] ουσ θ δυστύχημα, ατυχία -
55 невезение
[νιβιζιένιιε] ουσ ο ατυχία -
56 осечка
[ασιέτσκα] ουσ θ αφλογιστία όπλου, (μεταφ) ατυχία -
57 горе
горе 1-я ουδ.1. στενοχώρια, πίκρα, φαρμάκι• λύπη, θλίψη•с -я από στενοχώρια.
2. δυστυχία, κακοτυχία, ατυχία, κακό•нас постигло большое горе μας βρήκε μεγάλο κακό.
εκφρ.с -ем пополам – κουτσά-στραβά, με δυσκολία, μετά βασάνων, κούτσα-κούτσα•и -я мало – λίγη είναι η στενοχώρια μου, στενοχώρια που έχω (αδιαφορώ)•помочь, пособить -ю – βοηθώ στη δυστυχία•хлебнуть, хватить -я – πίνω πολλά φαρμάκια, περνώ πολλές στενοχώριες•- мне с тобой – με ποτίζεις φαρμάκια, με καταστενοχωρείς.горе 2επίρ. παλ.άνω, προς τον ουρανό•возвести очи горе κοιτάζω προς τον ουρανό•
воздеть руки горе υψώνω τα χέρια προς τον ουρανό.
-
58 зло
-а, πλθ. μόνο γεν. зол ουδ.1. κακό•причинить зло кому-н. προξενώ (κάνω) κακό σε κάποιον•
желать зла кому θέλω το κακό κάποιου•
употреблять что-л. во зло κάνω κατάχρηση ενός πράγματος•
пресечь зло в корне ξεριζώνω το κακό.
2. δυστυχία, ατυχία•корень зла η ρίζα του κακού•
из двух зол выбирать меньшее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον•
платить злом за добро από το καλό σου να βρεις το διάβολο σου• αντί του μάνα χολή.
3. κακία, θυμός φούρκα•со зла από το κακό (μου, του κ.τ.τ.)• зло обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον•
зло подшутить над кем χλευάζω κάποιον•
зло улыбнуться χαμογελώ με κακία•
зло кусаться τρώγω τα νύχια από το κακό μου.
-
59 злополучие
-я ουδ.ατυχία, κακοτυχιά. || γρουσουζιά, κατσιποδιά. -
60 неблагополучие
-я ουδ.ατυχία, κακοτυχιά, κατατρεγμός της τύχης.
См. также в других словарях:
ἀτυχία — ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc/acc dual ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίᾳ — ἀτυχίαι , ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατυχία — (atychia). Γένος εντόμων της οικογένειας των νυκτιιδών. Ζουν στη Ν Ευρώπη, κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες. Οι κάμπιες τους προκαλούν μεγάλες ζημιές στα αμπέλια, κατατρώγοντας τα φύλλα, τα βλαστάρια και όλο το πράσινο μέρος τους. Γεννούν πολλά… … Dictionary of Greek
ατυχία — η έλλειψη τύχης, κακοτυχία: Είχε την ατυχία να χάσει μικρός τον πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτυχίας — ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem acc pl ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαι — ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαν — ἀτυχίᾱν , ἀτυχία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχιῶν — ἀτυχία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαις — ἀτυχία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαισι — ἀτυχία fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίη — ἀτυχία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)