-
1 bahtsızlık
ατυχία, κακοχία -
2 şanşsızlık
ατυχία, γκαντεμιά, γκίνια, κακοτυχία -
3 неудача
неудача ж η αποτυχία, η ατυχία· потерпеть \неудачау αποτυ' χαίνω* * *жη αποτυχία, η ατυχίαпотерпе́ть неуда́чу — αποτυχαίνω
-
4 напасть
напасть Iсов см. нападать.напасть II ж τό δυστύχημα, ἡ συμφορά, ἡ ἀτυχία, ἡ κακοτυχία, ἡ ἀναποδιά:что за \напасть τί κακοτυχία. -
5 невезение
невезениес разг ἡ ἀτυχία, ἡ κακοτυχία, ἡ γρουσουζιά. -
6 невзгода
невзгод||аж ἡ δυστυχία, ἡ ἀναποδιά, τά βάσανα, ἡ ἀτυχία:терпеть \невзгодаы ὑποφέρω πολλά βάσανα -
7 неприятность
неприятн||остьж1. (огорчение) τό δυσάρεστο γεγονός, ἡ ἀναποδιά, ἡ ἀτυχία:какая \неприятностьость! τί ἀναποδιά!·2. \неприятностьости мн. οἱ σκοτοῦρες, οἱ μπελάδες:причинять \неприятностьости δημιουργώ μπελάδες. -
8 несчастье
несчасть||ес ἡ δυστυχία, ἡ ἀτυχία, ἡ κακοτυχία· ◊ к \несчастьею δυστυχῶς, κατά κακή τύχη· к моему \несчастьеκ) προς δυστυχίαν (μου), κατά κακή (μου)τυχτ). -
9 неудача
неудач||аж ἡ ἀποτυχία, ἡ ἀτυχία, ἡ ἀναποδιά:терпеть \неудачау ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ· какая \неудача! τί ἀναποδιά!. -
10 осечка
осеч||каж1. ἡ ἀφλογιστία ὀπλου:ружье дало \осечкаку τό ὀπλο ἐπαθε ἀφλογιστία·2. перен ἡ ἀτυχία, ἡ ἀποτυχία:давать \осечкаку перен ἀποτυχαίνω. -
11 hard lines/luck
(bad luck: Hard lines/luck! I'm afraid you haven't won this time; It's hard luck that he broke his leg.) ατυχία -
12 mischance
((a piece of) bad luck.) ατυχία -
13 tough luck
(bad luck: That was tough luck.) ατυχία -
14 напасть
[ναπάστ"] ουσ. θ. δυστύχημα, ατυχία -
15 невезение
[νιβιζιένιιε] ουσ. ο. ατυχία -
16 осечка
[ασιέτσκα] ουσ. θ. αφλογιστία όπλου, (μεταφ.) ατυχία -
17 напасть
[ναπάστ"] ουσ θ δυστύχημα, ατυχία -
18 невезение
[νιβιζιένιιε] ουσ ο ατυχία -
19 осечка
[ασιέτσκα] ουσ θ αφλογιστία όπλου, (μεταφ) ατυχία -
20 горе
горе 1-я ουδ.1. στενοχώρια, πίκρα, φαρμάκι• λύπη, θλίψη•с -я από στενοχώρια.
2. δυστυχία, κακοτυχία, ατυχία, κακό•нас постигло большое горе μας βρήκε μεγάλο κακό.
εκφρ.с -ем пополам – κουτσά-στραβά, με δυσκολία, μετά βασάνων, κούτσα-κούτσα•и -я мало – λίγη είναι η στενοχώρια μου, στενοχώρια που έχω (αδιαφορώ)•помочь, пособить -ю – βοηθώ στη δυστυχία•хлебнуть, хватить -я – πίνω πολλά φαρμάκια, περνώ πολλές στενοχώριες•- мне с тобой – με ποτίζεις φαρμάκια, με καταστενοχωρείς.горе 2επίρ. παλ.άνω, προς τον ουρανό•возвести очи горе κοιτάζω προς τον ουρανό•
воздеть руки горе υψώνω τα χέρια προς τον ουρανό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτυχία — ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc/acc dual ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίᾳ — ἀτυχίαι , ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατυχία — (atychia). Γένος εντόμων της οικογένειας των νυκτιιδών. Ζουν στη Ν Ευρώπη, κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες. Οι κάμπιες τους προκαλούν μεγάλες ζημιές στα αμπέλια, κατατρώγοντας τα φύλλα, τα βλαστάρια και όλο το πράσινο μέρος τους. Γεννούν πολλά… … Dictionary of Greek
ατυχία — η έλλειψη τύχης, κακοτυχία: Είχε την ατυχία να χάσει μικρός τον πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτυχίας — ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem acc pl ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαι — ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαν — ἀτυχίᾱν , ἀτυχία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχιῶν — ἀτυχία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαις — ἀτυχία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίαισι — ἀτυχία fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχίη — ἀτυχία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)