Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+αγάπη

  • 61 негасимый

    επ., βρ: -сим, -а, -о. παλ. (κυρλξ. κ. μτφ.) άσβηστος•

    -ая лампада άσβηστη λαμπάδα•

    -ая любовь άσβηστη (διακαής) αγάπη.

    Большой русско-греческий словарь > негасимый

  • 62 неземной

    επ.
    1. αιθέριος, ουράνιος, υπέργειος.
    2. παλ. μετακόσμιος, υπερκόσμιος. || θείος, θεϊκός, ιδανικός•

    -йя красота αιθέρια ομορφιά•

    -ая любовь ιδανική αγάπη.

    Большой русско-греческий словарь > неземной

  • 63 обожание

    ουδ.
    λατρεία, στοργή, αγάπη τρανή.

    Большой русско-греческий словарь > обожание

  • 64 обоюдный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. παλ. αμφίπλευρος•

    обоюдный меч αμφίστομο (δίκοπο) ξίφος.

    2. αμοιβαίος, συνάλληλος•

    -ая любовь αμοιβαία αγάπη•

    -ая пальба αλληλοπυροβολισμοι.

    Большой русско-греческий словарь > обоюдный

  • 65 отечество

    ουδ.
    1. πατρίδα•

    любовь к -у αγάπη προς την πατρίδα•

    умереть для спасения -а πεθαίνω για τη σωτηρία της πατρίδας.

    2. μτφ. τόπος (χώρα) όπου πρωτοεμφανίστηκε κάτι, απ όπου κατάγεται κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > отечество

  • 66 отлюбить

    -юблго, -юбишь
    ρ.σ. παύω να αγαπώ χορταίνω αγάπη.

    Большой русско-греческий словарь > отлюбить

  • 67 первоначальный

    επ.
    1. αρχικός•

    первоначальный план το αρχικό σχέδιο•

    -ая причина αρχική αιτία.

    || πρώτος•

    -ая любовь η πρώτη αγάπη.

    || προηγούμενος, πρότερος, ο πρώην, προγενέστερος.
    2. πρωταρχικός.
    3. στοιχειώδης•

    -ое обучение στοιχειώδης εκπαίδευση•

    -ые сведения по арифметике στοιχειώδεις γνώσεις αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > первоначальный

  • 68 первый

    (τακτικό αριθμητικό)• πρώτος -Οβ•

    впечатление η πρώτη εντύπωση•

    первый курс πρώτο έτος φοίτησης•

    -ое апреля η πρωταπριλιά•

    -ые годы жизни τα πρώτα χρόνια της ζωής•

    при -ом случае με την πρώτη ευκαιρία•

    -ые цветы τα πρώτα λουλούδια (πρωτολούλουδα)•

    -ые плоды οι πρώτοι καρποί, τα πρωιμάδια, οι πρωιμιές, τα πρωτολούβια•

    -ая любовь η πρώτη αγάπη•

    первый поцелуй το πρώτο φιλί•

    первый ученик в классе ο πρώτος μαθητής στην τάξη•

    играть -ую роль παίζω τον πρώτο (κύριο) ρόλο• πρωταγωνιστώ•

    предметы -ой необходимости αντικείμενα (είδη) πρώτης ανάγκης•

    первый сорт πρώτη ποιότητα•

    первый голос (μουσ.) πρώτη φωνή.

    || ως ουσ. ουδ. -ое το πρώτο φαγητό (σούπα, βραστό). || (παρενθετικό)•

    -ое πρώτο, κατά πρώτο.

    εκφρ.
    - ое дело – α) πριν απ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστα, στην πρώτη γραμμή. β) το πιο καλύτερο, το καλύτερο απ όλα, το πρώτιστο, το υπέροχο, το εξαιρετικό•
    - ая помощь – η πρώτη (υγειονομική) βοήθεια•
    из -ых рук – από πρώτο χέρι, από την πηγή•
    не -ой молодости – όχι και νέος (λίγο μεγάλος, πιανούμενος)•
    не -ое число – (απλ.) θα έχεις κακές (δυσάρεστες) συνέπειες, θα σε τσούξει•
    первый среди равных – εξέχων, επιφανής.

    Большой русско-греческий словарь > первый

  • 69 плотский

    επ.
    σαρκικός σωματικός•

    -ая любовь σαρκική αγάπη•

    -ое удовольствие σαρκική ικανοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > плотский

  • 70 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 71 привить

    ρ.σ.μ.
    1. εμβολιάζω, ενοφθαλμιζω, κεντρώνω•

    привить яблоню εμβολιάζω τη μηλιά.

    2. (ιατρ.) εμβολιάζω, βατσινάρω•

    привить оспу δαμαλίζω•

    привить скарлатину εμβολιάζω κατά της οστρακιάς (σκαρλατίνας).

    3. μτφ. εμφυτεύω, εμφυσώ εμπνέω•

    привить любовь к труду εμφυσώ την αγάπη για τη δουλειά.

    1. εμβολιάζομαι, ενοφθαλμίζομαι, κεντρώνομάι.
    2. (ιατρ.) εμβολιάζομαι•

    оспа -лась ο δαμαλισμός έγινε.

    3. εγκλιματίζομαι, συνηθίζω (για φυτά).
    4. ριζώνω, στεργιώνομαι • συνηθιζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привить

  • 72 привлечь

    -леку, -лечшь, -лекут, παρλθ. χρ. привлк, -лекла, -лекло, μτχ. παρλθ. χρ. привлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привлеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, έλκω προς εαυτόν.
    2. προσελκύω• εντυπωσιάζω•

    крики -ли нас на площадь οι φωνές μας τράβηξαν στην πλατεία•

    его речь -ла внимание слушателей ο λόγος του τράβηξε την προσοχή των ακροατών•

    привлечь на свою сторону τραβώ (παίρνω) με το μέρος μου.

    3. εγκαλώ, ενάγω τραβώ στο δικαστήριο•

    привлечь к ответственности за нарушение тишины διώκω (δικαστικώς) σαν υπεύθυνο της διατάραξης της κοινής ησυχίας.

    4. αντλώ, βγάζω, χρησιμοποιώ•

    привлечь цитаты для иллюстрации χρησιμοποιώ τσιτάτα για καλύτερη επεξήγηση.

    || θέλγω, γοητεύω προκαλώ τη συμπάθεια, αγάπη κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > привлечь

  • 73 придать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. προσδίνω, δίνω επιπρόσθετα•

    придать отряду артиллерию δίνω επί πλέον στο τμήμα πυροβολικό.

    2. προσθέτω, αυξαίνω, μεγαλώνω, δυναμώνω, ενισχύω•

    придать вкусу чему-н. προσδίνω γούστο σε κάτι•

    любовь -ла ей бодрости и силы η αγάπη της έδοσε σφρίγος και δύναμη•

    придать устойчивости προσδίνω σταθερότητα•

    придать блеск προσδίνω λάμψη.

    Большой русско-греческий словарь > придать

  • 74 признать

    знаю, -знаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. признанный, βρ: -нал, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)γνωρίζω•

    в этом наряде тебя не -аешь με τέτοια ενδυμασία είναι δύσκολο να σε γνωρίσει κανένας.

    2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    признать новое государство αναγνωρίζω το νέο κράτος.

    3. ομολογώ, παραδέχομαι•

    признать свою ошибку αναγνωρίζω το λάθος μου.

    || αποφαίνομαι, καθορίζω, βγάζω το συμπέρασμα, θεωρώ, λογίζω.
    1. αναγνωρίζω, παρο:δέχομαι, ομολογώ•

    признать в преступлении παραδέχομαι το έγκλημα μου•

    признать в воровстве παραδέχομαι ότι είμαι κλέφτης•

    -юсь το παραδέχομαι•

    он не -лся αυτός δεν το παραδέχτηκε.

    2. признать ή -аюсь (παρνθ. λ.) για ναείμαι ειλικρινής.
    εκφρ.
    признать сказать – για ναμιλήσω ειλικρινά•
    признать в любви – εξομολογούμαιτην αγάπη.

    Большой русско-греческий словарь > признать

  • 75 пристрастить

    -ащу, -астишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пристращённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    εμπνέω (ανάβω) πάθος, μανία, αγάπη, έρωτα δίνω,ζωηρή κλίση.
    μερακλώνομαι, με πιάνει πάθος, μανία, μεράκι.

    Большой русско-греческий словарь > пристрастить

  • 76 присушить

    ρ.σ.μ.
    1. ξηραίνω λίγο• στεγνώνω λίγο.
    2. (διαλκ.) μαγεύω, κάνω μάγια. || μτφ. μαραίνω από αγάπη

    Большой русско-греческий словарь > присушить

  • 77 притягивать

    ρ.δ.
    1. βλ. притянуть.
    2. μτφ. προσελκύω, τραβώ• προξενώ (για συμπάθεια, αγάπη κ.τ.τ.).
    βλ. притянуться.

    Большой русско-греческий словарь > притягивать

  • 78 прощать

    ρ.δ.
    1. βλ. простить (1, 2 σημ.).
    2. (προστκ.) прощай(те) χαίρε(τε), αποχαιρετιστήρια φωνή: -айте, мы больше не увидимся χαίρετε (αντίο), άλλη φορά δε θα ξαναϊδο-θούμε•

    -ай любовь! αντίο αγάπη!

    1. βλ. проститься.
    2. αποχαιρετίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прощать

  • 79 пылать

    ρ.δ.
    1. φλέγομαι, καίγομαι•

    дрова -ют τα καυσόξυλα καίγονται (φλογίζουν)•

    город -ет η πόλη καίγεται.

    || φωτίζω καιόμενος.
    2. μτφ. κοκκινίζω•

    -ют щёки κοκκινίζουν τα μάγουλα•

    -ет лицо κοκκινίζει το πρόσωπο.

    3. μτφ. κυριεύομαι από αίσθημα•

    он -ет гневом αυτός φλέγεται (βράζει) από το θυμό•

    -еш любовью φλέγεται από αγάπη•

    он -ет страстью αυτόν τον καίει ο πόθος (καημός).

    Большой русско-греческий словарь > пылать

  • 80 пьянеть

    -ею, -еешь
    ρ.δ. μεθώ•

    он пьт, а не -еет αυτός πίνει, όμως δε μεθά..

    μτφ. κατέχομαι από πάθος•

    она -еет от любви αυτή μεθά από αγάπη•

    пьянеть от музыки μεθώ από τη μουσική•

    пьянеть от радости μεθώ από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > пьянеть

См. также в других словарях:

  • ἀγάπη — love fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱γάπη , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱γάπη , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπῃ — ἀγάπη love fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική …   Dictionary of Greek

  • αγάπη — η 1. η στοργή, η αφοσίωση σε κάτι: Είχε μεγάλη αγάπη στομικρό του γιο. 2. έρωτας, πόθος: Πεθαίνει από αγάπη. 3. το πρόσωπο που αγαπά κανείς: Παντρεύουν την αγάπη του κι είναι πολύ θλιμμένος. 4. συμφιλίωση: Επιτέλους έκαμαν αγάπη (συμφιλιώθηκαν).… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπῇ — ἀγαπάω greet with affection pres subj mp 2nd sg (doric) ἀγαπάω greet with affection pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres subj act 3rd sg (doric) ἀγαπάω greet with affection pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγαπάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπαι — ἀγάπη love fem nom/voc pl ἀγάπᾱͅ , ἀγάπη love fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπηι — ἀγάπῃ , ἀγάπη love fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπᾶν — ἀγάπη love fem gen pl (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπῶν — ἀγάπη love fem gen pl ἀγαπάω greet with affection pres part act masc voc sg ἀγαπάω greet with affection pres part act neut nom/voc/acc sg ἀγαπάω greet with affection pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγαπάω greet with affection pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπαις — ἀγάπη love fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάπην — ἀγάπη love fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱γάπην , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱γάπην , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»