-
1 ερευνα
ἥ1) поиски(ζήτησις καὴ ἔ. Plut.)
οὐδ΄ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς ; Eur. — и ты не предпринял поисков, чтобы найти (своих) родителей?2) разыскивание, расследованиеἔρευνάν τινος ἔχειν Soph. — производить расследование насчет чего-л.
3) обыск -
2 έρευνα
η1) поиск, розыск; отыскивание, разыскивание; 2) исследование, изыскание, поиск;Ίνστιτουτο επιστημονικών έρευνών — научно-исследовательский институт;
επιστημονική έρευνα — научное исследование;
γεωλογικές έρευνες — геологическая разведка;
3) расследование, дознание;επιτόπιος έρευνα — расследование на месте;
4) обыск;σωματική έρευνα — личный обыск;
κατ' οίκον έρευνα — домашний обыск;
κάνω έρευνα — обыскивать;
υποβάλλω σε έρευνα — подвергать обыску
-
3 έρευνα
[эрэвна] ουσ. Θ. исследование, следствие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έρευνα
-
4 έρευνα
[эрэвна] ουσ θ исследование, следствие. -
5 επιτόπιος
α, р [ος и ία, ον] местный; относящийся к данному месту; происходящий в данном месте;επιτόπιες αρχές (συνήθειες) — местные власти (обычаи);
επιτόπία έρευνα юр. — расследование на месте
-
6 Ερευνητικό
Ίνστιτούτρ научно-исследовательский институт;Ερευνητικόό σύγγραμμα — а) научный труд; — б) учебник для вузов;
Ερευνητικόή ερευνά — научное исследование, научно-исследовательская работа;
Ερευνητικό σύλλογος — научное общество;
Ερευνητικό βαθμός (τίτλος) — учёная степень (звание)
См. также в других словарях:
ἐρεύνα — ἐρεύνᾱ , ἔρευνα inquiry fem nom/voc/acc dual ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek pres imperat act 2nd sg ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρευνα — inquiry fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
έρευνα — η 1. η πράξη του ερευνώ, αναζήτηση, αλλ. ψάξιμο: Σωματική έρευνα. 2. λεπτομερής μελέτη, εξέταση, αναζήτηση: Επιστημονική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρευνᾷ — ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεύνας — ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem acc pl ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem gen sg (doric aeolic) ἐρεύνᾱς , ἐρευνάω seek imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνᾶι — ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνάσας — ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem acc pl (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem gen sg (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνάσει — ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνᾶν — ἔρευνα inquiry fem gen pl (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐρευνᾶ̱ν , ἐρευνάω seek pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεύναν — ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)