-
1 inceleme
έρευνα, μελέτη, ανάλυση -
2 tahkikat
έρευνα -
3 exploration
έρευνα -
4 bádání
έρευνα -
5 výzkum
έρευνα -
6 research
έρευνα -
7 обыск
-а α.έρευνα, ψάξιμο, αναζήτηση•произвести обыск κάνω έρευνα•
подвергать -у υποβάλλω σε έρευνα•
найти при -е βρίσκω κατά την έρευνα.
-
8 исследование
-я ουδ.εξερεύνηση, έρευνα, μελέτη, εξέταση• ανάλυση•исследование почв έρευνα των εδαφών•
исследование крови ανάλυση του αίματος•
исследование в области атомной энергии έρευνα στον. τομέα της ατομικής ενέργειας•
исследование арктики εξερεύνηση της Λίρκτικής.
-
9 обыскать
обыщу, обыщешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обысканный, βρ: -кан, -а, -оρ.σ.μ.ερευνώ, κάνω έρευνα, ψάχνω, αναζητώ•обыскать комнату κάνω έρευνα στο δωμάτιο•
обыскать преступника κάνω έρευνα στον εγκληματία.
(απλ.) ψάχνω πολύ χρόνο• ψάχνω όλα, παντού. -
10 зондирование
I. 1. (изучение верхних слоев атмосферы) η έρευνα, η βολιδοσκόπηση 2. (исследова-ние подпочвы) η βολιδοσκόπηση/κατό-πτευση/έρευνα του υπερεδάφους. II.(мед) η εξέταση με καθετήρα/μήληРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зондирование
-
11 исследование
1. (научно-исследовательская работа) η μελέτη, η εξερεύνηση- в области больших скоростей ав. - στην περιοχή των μεγάλων ταχυτήτων3. (лётное, географическое, космическое и т.п.) η διερεύνηση, η έρευνα 4. (анализ) η εξέταση, η ανάλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исследование
-
12 разведка
η αναγνώριση, η ανίχνευση, (полезных ископаемых) η έρευνα/αναζήτηση των κοιτασμάτων (ορυκτών)сейсмическая - η μελέτη διάδοσης των σεισμικών κυμάτων/δονήσεωνэлектрическая - μέσω μελέτης των ηλεκτρικών/ηλεκτρομαγνητικών πεδίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разведка
-
13 исследование
исследование с 1) η έρευνα, η μελέτη η ανάλυση (анализ) \исследование крови η εξέταση του αίματος 2) (научный труд ) η μελέτη* * *с1) η έρευνα, η μελέτη; η ανάλυση ( анализ)иссле́дование кро́ви — η εξέταση του αίματος
2) ( научный труд) η μελέτη -
14 обыск
-
15 опрос
-
16 обыск
обыскм ἡ ἐρευνα, τό ψάξιμο:подвергать \обыску ὑποβάλλω σέ ἐρευνα. -
17 inquiry
, enquiry - plural inquiries, enquiries - noun1) ((an act of) asking or investigating: His inquiries led him to her hotel; ( also adjective) All questions will be dealt with at the inquiry desk.) έρευνα2) (an investigation: An inquiry is being held into her disappearance.) ανάκριση,δικαστική έρευνα -
18 search
[sə: ] 1. verb1) ((often with for) to look for something by careful examination: Have you searched through your pockets thoroughly?; I've been searching for that book for weeks.) ψάχνω(να βρω)2) ((of the police etc) to examine, looking for eg stolen goods: He was taken to the police station, searched and questioned.) ψάχνω,κάνω σωματική έρευνα2. noun(an act of searching: His search did not take long.) έρευνα,αναζήτηση,ψάξιμο- searcher- searching
- searchingly
- searchlight
- search party
- search warrant
- in search of -
19 поиск
-а α. πλθ. -иέρευνα, ψάξιμο• αναζήτηση•бесполезные -и άκαρπη αναζήτηση•
в -ах счастья σε αναζήτηση ευτυχίας.
|| (στρατ.) ανίχνευση. || ανερεύνηση, διερεύνεση• λεπτομερής έρευνα. -
20 аэрогеоразведка
η γεωλογική έρευνα από αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэрогеоразведка
См. также в других словарях:
ἐρεύνα — ἐρεύνᾱ , ἔρευνα inquiry fem nom/voc/acc dual ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek pres imperat act 2nd sg ἐρεύνᾱ , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρευνα — inquiry fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
έρευνα — η 1. η πράξη του ερευνώ, αναζήτηση, αλλ. ψάξιμο: Σωματική έρευνα. 2. λεπτομερής μελέτη, εξέταση, αναζήτηση: Επιστημονική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρευνᾷ — ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεύνας — ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem acc pl ἐρεύνᾱς , ἔρευνα inquiry fem gen sg (doric aeolic) ἐρεύνᾱς , ἐρευνάω seek imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνᾶι — ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj mp 2nd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind mp 2nd sg (epic) ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres subj act 3rd sg ἐρευνᾷ , ἐρευνάω seek pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνάσας — ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem acc pl (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek pres part act fem gen sg (doric) ἐρευνά̱σᾱς , ἐρευνάω seek aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνάσει — ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐρευνά̱σει , ἐρευνάω seek fut ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνᾶν — ἔρευνα inquiry fem gen pl (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐρευνάω seek pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐρευνᾶ̱ν , ἐρευνάω seek pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεύναν — ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρεύνᾱν , ἐρευνάω seek imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)