-
1 ημερήσιος
[имэрисьёс] επ. ежедневный, дневной,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ημερήσιος
-
2 дневной
дневной ημερήσιος, καθημερινός \дневной заработок το με ροκάματο \дневной спектакль η απογευματινή παράσταση \дневнойая смена η πρωινή βάρδια* * *ημερήσιος, καθημερινόςдневно́й за́работок — το μεροκάματο
дневно́й спекта́кль — η απογευματινή παράσταση; πρωινή βάρδια
-
3 однодневный
-
4 дневной
επ.1. ημερήσιος, της ημέρας•свет το άσπρο φως, το φως της ημέρας•
лампа -го света λάμπα λευκού φωτός•
-ое время ο ημερήσιος χρόνος, η μέρα•
-ые часы το απομεσήμερο•
дневной спектакль απογευματινή παράσταση•
-ая смена ημερήσια βάρδια•
дневной заработок ημερομίσθιο, μεροκάματο.
2. ημερόβιος (για έντομα, ζώα).εκφρ.- ая поверхность – η επιφάνεια της γης. -
5 зарплата
(заработная плата) о μισθ/ός·выштачивать - у πληρώνω το - о, замораживать - у παγώνω το - о, минимум - ы ελάχιστος -рост - ы άνοδος/αύξηση του - ούподённая - ημερήσιος -, το μεροκάματοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарплата
-
6 среднесуточный
μέσος ημερήσιοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > среднесуточный
-
7 суточный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суточный
-
8 дневной
дневн||ойприл1. ἡμερήσιος, τής ἡμέρας. -
9 дневное
дневн||оевремя τή μέρα, τήν ήμερα· \дневное свет τό φῶς τής ήμέρας· \дневное спектакль *1 ίιογευμαιινή· \дневноеая смена ἡ βάρδια % ἡμέρας· \дневное выпуск (газеты) ἡ ἀπο-ΊΈΐίμοΐινή Εκδοση·2. (за день) ἡμερήσιος, κ%ερινός:\дневное заработок τό ήμερομί-°[ν], τό μεροδοῦλι, χό μεροκάματο· ν -ая бабочка ἡ ἡμερόβιος πεταλούδα. -
10 среднесуточный
среднесуточныйприл ὁ μέσος ἡμερήσιος. -
11 суточный
су́точн||ыйприл ὁ ἡμερήσιος, τοδ εἰκοσιτετραώρου:\суточныйый переход ἡ ἡμερησία πορεία. -
12 суточный
[σούτατσνυϊ] επ. ημερήσιος -
13 суточный
[σούτατσνυϊ] επ ημερήσιος -
14 ежедневный
επ.καθημερινός, ημερήσιος•-ая газета καθημερινή εφημερίδα.
|| συνηθισμένος, απλός, καθημερινός•-ые заботы καθημερινές φροντίδες•
-ое платье καθημερινό φόρεμα.
-
15 однодневный
επ.ημερήσιος, μιας μέρας, για μια μέρα. -
16 повседневный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноκαθημερινός, ημερήσιος•повседневный труд η καθημερινή δουλειά•
-ые заботы καθημερινές φροντίδες.
-
17 подённый
επ.1. ημερήσιος, καθημερινός•подённый ые записи καθημερινές εγγραφές ή σημειώσεις.
|| με τη μέρα•-ая плата ημερομίσθιο•
-ая работа, подённый труд μεροκάματο, ημερομίσθια εργασία.
|| ουσ. θ. -ая μεροδούλι, μεροκάματο.2. ουσ. α. μεροκαματιάρης, ημερομίσθιος εργάτης. -
18 суточный
επ.1. ε ικοσιτετράωρος• ημερήσιος•суточный срок εικοσιτετράωρη προθεσμία•
суточный заработок το μεροκάματο.
2. ουσ. πλθ. -ые τα οδοιπορικά μιας μέρας.
См. также в других словарях:
ἡμερήσιος — of the day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερήσιος — Ο καθημερινός, αυτός που διαρκεί μία ημέρα.η. διάταξη. Το σύνολο των ζητημάτων που πρόκειται να συζητηθούν από ένα σώμα, ιδιαίτερα νομοθετικό, μία ορισμένη ημέρα. η. κίνηση του ουρανού.Η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας μέσα σε 24 ώρες ή… … Dictionary of Greek
ημερήσιος — α, ο 1. καθημερινός: Ημερήσιος τύπος. 2. αυτός που διαρκεί μία ημέρα: Ημερήσια εκδρομή. 3. ημερήσια διάταξη (το σύνολο των θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν σε μια συνεδρίαση): Η Βουλή συζήτησε όλα τα θέματα που είχαν εγγραφεί στην ημερήσια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ημερήσιος Κήρυξ — Ονομασία καθημερινών εφημερίδων. 1. Εκδόθηκε το 1933 από τον I. Πασσά και συνέχισε την έκδοσή της έως το 1936. Το 1928, εξάλλου, ο Ι. Πασσάς ίδρυσε την καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα Ημερήσιος Τύπος, που συνέχισε την έκδοσή της έως το 1932. 2.… … Dictionary of Greek
ἡμερησίων — ἡμερήσιος of the day fem gen pl ἡμερήσιος of the day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερήσιον — ἡμερήσιος of the day masc acc sg ἡμερήσιος of the day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίαις — ἡμερήσιος of the day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίη — ἡμερήσιος of the day fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίην — ἡμερήσιος of the day fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίοις — ἡμερήσιος of the day masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίου — ἡμερήσιος of the day masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)