-
1 solar
ηλιακός -
2 солнечный
солнечный ηλιακός ◇ \солнечный удар η ηλίαση· \солнечныйое сплетение анат. το ηλιακό πλέγμα* * *••со́лнечный уда́р — η ηλίαση
со́лнечное сплете́ние — анат. το ηλιακό πλέγμα
-
3 воскотопка
ο (ηλιακός) κηροτήκτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воскотопка
-
4 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
5 гелиоводонагреватель
ο ηλιακός θερμοσίφωνας του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гелиоводонагреватель
-
6 нагреватель
ο θερμαντήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нагреватель
-
7 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
-
8 солнечный
солнечн||ыйприл1. ἡλιακός:\солнечный свет τό ἡλιακό φως· \солнечный спектр τό ἡλιακό φάσμα· \солнечныйые лучи́ οἱ ἡλιακές ἀκτίνες· \солнечныйое затмение ἡ ἔκλειψις (τοῦ) ἡλίου·2. (наполненный светом солнца) εὐήλιος, προσήλιος, ήλιοφώτιστος:\солнечный день ἡ ἡλιόλουστη μέρα, ἡ λιακάδα· \солнечныйая комната τό εὐήλιο δωμάτιο·3. перен (радужный) λαμπρός, χαρούμενος, λιόχαρος· ◊ \солнечный удар ἡ ἡλίαση [-ις], ἡ σειρίαση, ἡ ἡλιο-πληξία· \солнечныйые ванны τά ήλιόλουτρα· \солнечныйые часы τό ἡλιακό ὠρολόγιο, ἡ μεριδιάνα· \солнечныйое сплетение анат· τό ήλιακό[ν] πλέγμα. -
9 solar
['səulə](having to do with, powered by, or influenced by, the sun: the solar year; a solar heating system.) ηλιακός- solar-powered
- solar system -
10 solar panel
noun (a piece of equipment, usually installed on a roof, that absorbs energy from the sun to heat water or turn it into electricity.) ηλιακός συλλέκτης -
11 solar-powered
adjective ηλιακός(που τροφοδοτείται με ηλιακή ενέργεια) -
12 солнечный
[σόλνιτσνυΤ] εκ. ηλιακός -
13 солнечный
[σόλνιτσνυΤ] επ ηλιακός -
14 месяц
-а α.1. μήνας•двенадцать -ев οι δώδεκα μήνες•
месяц солнечный ηλιακός μήνας•
лунный σεληνιακός(συνοδικός) μήνας•
текущий месяц ο τρέχων μήνας•
прошлый месяц ο περασμένος μήνας•
будущий месяц ο ερχόμενος (προσεχής) μήνας•
в начале -а στην αρχή του μήνα•
в конце -а στο τέλος του μήνα.
|| περίοδος τριάντα ημερών•он приедет через месяц αυτός θα έρθει μετά από ένα μήνα (μετά απο 30 περίπου μέρες).
2. φεγγάρι, σελήνη•полный месяц η πανσέληνος•
новый ή молодой месяц καινούριο φεγγάρι•
месяц в ущербе το φεγγάρι είναι στη χάση•
месяц народился το φεγγάρι πιάστηκε.
-
15 солнечный
επ.1. ηλιακός•-ая погода ηλιοφάνεια•
-ая система ηλιακό σύστημα•
солнечный свет ηλιακό φως•
-ая энергия ηλιακή ενέργεια•
-се затемнение έκλειψη του ήλιου•
-ые ванны ηλιόλουτρο.
2. ευήλιος, ηλιόλουστος, ηλιοστά-λακτος, ηλιοφώτιστός•-ая комната ευήλιο δωμάτιο•
солнечный день ηλιόλουστη μέρα.
3. μτφ. εύ-χαρος, πρόσχαρος, ευφρόσυνος, άσμενος.εκφρ.солнечный удар – ηλίαση, ηλιοπληξία, σειρίαση•- ые часы – το ηλιακό ωρολόγι•- ое сплетение – το ηλιακό πλέγμα•- ая погода – καιρός αίθριος, με ηλιοφάνεια. -
16 солнышко
-а ουδ. ο ηλιακός. -
17 солярный
επ.ηλιακός, του ήλιου•-ые культы древний сирии η λατρεία του ήλιου στην αρχαία Συρία.
-
18 güneş
ήλιος, ηλιακός
См. также в других словарях:
Ἠλιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek
ἡλιακός — ἡλιᾱκός , ἡλιάω to be like the sun perf part act neut nom/voc/acc sg (attic doric) ἡλιάζομαι sit in the court perf part act neut nom/voc/acc sg ἡλιάζω bake in the sun perf part act neut nom/voc/acc sg ἡλιακός of the sun masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον ήλιο: Ηλιακή ακτινοβολία. – Ηλιακό φως. – Ηλιακή θερμότητα. – Ηλιακό σύστημα. – Οι ηλιακές κηλίδες είναι μαύρα στρογγυλά στίγματα πάνω στην επιφάνεια του ήλιου. – Ηλιακό ρολόι. 2. προσηλιακός, ηλιόλουστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… … Dictionary of Greek
Ἠλιακά — Ἠλιακός of neut nom/voc/acc pl Ἠλιακά̱ , Ἠλιακός of fem nom/voc/acc dual Ἠλιακά̱ , Ἠλιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιακά — ἡλιακός of the sun neut nom/voc/acc pl ἡλιακά̱ , ἡλιακός of the sun fem nom/voc/acc dual ἡλιακά̱ , ἡλιακός of the sun fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλιακῶν — Ἠλιακός of fem gen pl Ἠλιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλιακόν — Ἠλιακός of masc acc sg Ἠλιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιακῶν — ἡλιακός of the sun fem gen pl ἡλιακός of the sun masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιακόν — ἡλιακός of the sun masc acc sg ἡλιακός of the sun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)