-
1 ηθική
ηθική ηмораль, нравственность, этикаЭтим.< дргр. ηθικός < ήθος «нрав, натура, характер» -
2 ηθική
η этика; мораль, нравственность;κομμουνιστική ηθική — коммунистическая мораль;
-
3 ηθική
[итики] ουσ. Θ. нравственность, мораль,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ηθική
-
4 ηθική
[итики] ουσ θ нравственность, мораль. -
5 Ηθική Χριστιανική
Ηθική Χριστιανική ηХристианская Этика – богословская наука, содержащая нравственное учение Православной Церкви о том, что должен совершать христианин и чего он должен избегать, чтобы достичь совершенства жизни во ХристеΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ηθική Χριστιανική
-
6 ηθικός
η, ό[ν]1) этический; моральный, нравственный; этичный;ηθικές αρχές — нравственные принципы;
ηθική δύναμη — сила, бодрость духа;
ηθική πώρωση ( — или κατάπτωση) — моральное опустошение (моральное падение);
ηθική αποκατάσταση — восстановление доброго имени, реабилитация;
αυτό ήταν γιά μένα ηθική ικανοποίηση — я получил от этого моральное удовлетворение;
2) честный, порядочный; благовоспитанный;ηθική διαγωγή — благопристойное поведение;
§ ηθικαί επιστήμαι — гуманитарные науки;
ηθικός νόμος — неписаный закон
-
7 αμοιβή
-
8 αυτοκτονία
η1) прям., перен. самоубийство;ηθική αυτοκτονία — моральное самоубийство;
πολιτική αυτοκτονία — политическое самоубийство;
2) см. αυτοκαταστροφή -
9 αυτουργία
η юр. собственные действия преступника;ηθική αυτουργία — подстрекательство
-
10 βλάβη
η1) вред, ущерб; повреждение;σωματική βλάβη — телесные повреждения;
ηθική βλάβη — моральный ущерб;
οργανική βλάβη мед. — органическое повреждение;
προς βλάβην μου (σου, του κ.λ.π.) — в ущерб себе (тебе, ему и т. д.);
προς ( — или με) βλάβην της υγείας μου — в ущерб своему здоровью;
προξενώ βλάβη — причинять вред;
2) авария; -
11 δύναμη
[-ις (-εως)] η1) е разя. знач сила;παληκαρήσια δύναμη — богатырская сила;
παραγωγικές ( — или κινητήριες) δύνάμεις — производительные (движущие) силы;
ηθική δύναμη — сила духа;
δύναμη θελήσεως — сила воли;
δύναμη πυρός — огневая мощь;
φυσικές δύνάμεις — силы природы;
η δύναμη της βαρύτητας физ. — сила тяжести;
δύναμη της έλξεως — а) физ. сила притяжения; — б) сила тяги;
δύναμη ίππων — лошадиная сила;
δύνάμεις της ειρήνης — силы мира;
δύναμη κόμματος — сила партии;
πλήρης δύνάμεων — полный сил;
αποκτώ δύναμη — приобретать влияние;
βχω (τήν) δύναμη — быть в силах, мочь;
δεν έχω την δύναμη να... — у меня не хватает силы, чтобы...; — я не в силах...;
αυτό είναι πάνω από τίς -
12 ικανοποίηση
[-ις (-εως)] η1) удовлетворение, довольство, удовлетворённость;ηθική ικανοποίηση — моральное удовлетворение;
η ικανοποίηση των αυξανομένων αναγκών — удовлетворение растущих потребностей;
αίσθάνομαι ικανοποίηση — чувствовать удовлетворение;
απαιτώ ( — или ζητώ) ικανοποίηση — требовать удовлетворения;
με ικανοποίηση — с удовлетворением; — удовлетворённо;
2) вознаграждение -
13 κατάπτωση
-
14 σήψη
[-ις (-εως)] η1) гниение; тление; 2) гниль, гнилость; 3) перен. загнивание, разложение; упадок;ηθική σήψη — моральное разложение;
κοινωνική σήψη — разложение общества
-
15 χαλάρωση
-
16 ითიკა
ზნეობა, ზნეობისა და ზრდილობისა სწავლა, нравственность, ήθική.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ითიკა
См. также в других словарях:
ηθική — Κάθε θεωρία που θέτει αντικείμενο θεωρητικής εξέτασης την πρακτική συμπεριφορά του ανθρώπου. Η φιλοσοφική η. διακρίνεται επομένως τόσο από τις θετικές εντολές ή προσταγές που εκπορεύονται από οποιαδήποτε πηγή (θρησκευτική, φιλοσοφική, πολιτική,… … Dictionary of Greek
ηθική — η 1. κλάδος της φιλοσοφίας που ερευνά τους σκοπούς της ζωής και τις αρχές της πράξης. 2. σύνολο αρχών που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους: Ορισμένες ενέργειες μερικών ατόμων είναι αντίθετες προς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… … Dictionary of Greek
ἠθικῇ — ἠθικός moral fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθική — ἠθικός moral fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
φορμαλισμός — Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη … Dictionary of Greek
ἠθικῆι — ἠθικῇ , ἠθικός moral fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek