Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ζωντανός

  • 1 ζωντανός

    [зонданос] εκ. живой,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζωντανός

  • 2 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 3 живой

    живой 1) ζωντανός \живой и невредимый σώος και αβλαβής 2) (оживлённый) ζωηρός ◇ \живойые цветы τα φυσικά λου λούδια
    * * *

    живо́й и невреди́мый — σώος και αβλαβής

    2) ( оживлённый) ζωηρός
    ••

    живы́е цветы́ — τα φυσικά λουλούδια

    Русско-греческий словарь > живой

  • 4 живой

    жив||ой
    прил
    1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·
    2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:
    \живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή.

    Русско-новогреческий словарь > живой

  • 5 заживо

    заживо
    нареч ἐν ζωή, ζωντανός:
    \заживо погребенный θαμμένος ζωντανός.

    Русско-новогреческий словарь > заживо

  • 6 живьём

    επίρ.
    ζωντανός•

    живьём проглотила кошка рыбку ζωντανό κατάπιε (καταβρόχθισε) η γάτα το ψαράκι•

    живьём захватить кого-н. πιάνω ζωντανό κάποιον•

    живьём никому не сдаваться ζωντανός κανένας να μην παραδοθεί.

    (διαλκ.) οπως-όπως• γρήγορα, βιαστικά.

    Большой русско-греческий словарь > живьём

  • 7 заживо

    επίρ.
    ζωντανός (για θανάτωση)•

    похоронить θάβω ζωντανό•

    погребенный заживо θαμμένος ζωντανός.

    εκφρ.
    заживо похоронить себя – καλογερεύω από νέος (αποχωρώ απο/τα εγκόσμια).,

    Большой русско-греческий словарь > заживо

  • 8 век

    век
    м
    1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·
    2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:
    золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·
    3. (жизнь) разг ἡ ζωή:
    весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·
    4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:
    мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος.

    Русско-новогреческий словарь > век

  • 9 живучий

    живу́ч||ий
    прил ζωτικός, ζωντανός.

    Русско-новогреческий словарь > живучий

  • 10 оперативный

    операти́вн||ый
    прил
    1. мед. χειρουργικός:
    \оперативныйое вмешательство ἡ χειρουργική ἐπέμβασις·
    2. воен. ἐπιχειρησιακός, τῶν ἐπιχειρήσεων:
    \оперативныйая сводка δελτίον ἐπιχειρήσεων· \оперативный план τό σχέδιο ἐπιχειρήσεων
    3. (действенный) ζωντανός:
    \оперативныйое руководство ἡ ζωντανή καθοδήγηση.

    Русско-новогреческий словарь > оперативный

  • 11 оставаться

    оставаться
    несов в разн. знач. μένω:
    \оставаться на зиму в деревне διαχειμάζω στό χωριό· \оставаться дома μένω στό σπίτι· \оставаться на второй год в классе μένω στήν ἰδια τάξη· \оставаться в силе (о законе) μένω ἐν ἰσχὐΓ \оставаться в живых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· \оставаться сиротой μένω ὁρφανός· \оставаться должным μένω χρεώστης· \оставаться без дела μένω χωρίς δουλειά· меня \оставатьсялось пять рублей μου μένουν πέντε ρούβλια· ◊ \оставаться при своем мнении κρατῶ τήν γνώμη μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \оставаться на бумаге (о проекте) μένω στά χαρτιά· ему́ \оставатьсялось только согласиться ἀναγκάστηκε νά συμφωνήσει· ◊ \оставаться ни при чем μένω στά κρύα τοῦ λουτροῦ· \оставаться в дураках τήν παθαίνω χιώτικα· \оставаться с носом μένω μέ τήν ὀρεξη· счастливо \оставаться1 χαίρετε!

    Русско-новогреческий словарь > оставаться

  • 12 рельефный

    рельеф||ный
    прил
    1. ἀνάγλυφος:
    \рельефныйные буквы τά ἀνάγλυφα γράμματα·
    2. перен (выразительный, яркий) ζωντανός, ζωηρός, ἀνάγλυφος.

    Русско-новогреческий словарь > рельефный

  • 13 живой

    [ζυβόϊ] εκ. ζωντανός

    Русско-греческий новый словарь > живой

  • 14 живой

    [ζυβόϊ] εκ. ζωντανός

    Русско-греческий новый словарь > живой

  • 15 живой

    [ζυβόϊ] επ ζωντανός

    Русско-эллинский словарь > живой

  • 16 живой

    [ζυβόϊ] επ ζωντανός

    Русско-эллинский словарь > живой

  • 17 выжить

    -живу, -живешь, ρ.σ.
    1. επιζώ, επιβιώνω, μένω ζωντανός, διαφεύγω τον θάνατο. || θεραπεύομαι.
    2. διαμένω, ζω, κατοικώ•

    он -ил дома около года αυτός έζησε στο σπύι ένα περίπου χρόνο.

    3. διώχνω, υποχρεώνω να φύγει•

    дурной запах -ил всех из комнаты η βρώμα τους έδιωξε όλους από το δωμάτιο•

    выжить со службы διώχνω (απολύω) από την υπηρεσία.

    4. υποφέρω, περνώ βάσανα, δοκιμασίες.
    5. διώχνω από το σπίτι.
    εκφρ.
    выжить из ума ή из памяти – γεροξεκουτιάζω, τα χάνω από τα γεράματα.

    Большой русско-греческий словарь > выжить

  • 18 если

    σύνδ, υποθετικός• αν, εάν•

    если растения не поливать, то они засохнуть αν τα φυτά δεν ποτιστούν, τότε αυτά θα ξηραθούν•

    в случае -... σε περίπτωση που... если бы αν, εάν, άμα•

    если бы он мог, работал бы άμα αυτός μπορούσε, θα δούλευε•

    если бы он знал, этого не сделал αν αυτός το ήξερε, δε θα το έκανε•

    если бы он жив! αν αυτός ήταν ζωντανός!•

    если бы не эта помеха, мы бы уехали завтра αν δεν ήταν αυτό το εμπόδιο, θα φεύγαμε αύριο•

    если бы только знал μόνο να το ήξερα•

    если я прошу,то значит это необходимо όταν ζητώ κάτι, αυτό σημαινει οτι μου είναι απαραίτητο•

    -ехать, так ехать άν πρόκειται να δουλέψεις, δούλεψε όπως πρέπει•

    если только не μόνο αν, εκτός αν•

    он придет если только не заболеет θα έρθει, εκτός μόνο αν.ιρωστήσει•

    придет если не он, то друг его αν δεν έρθει αυτός, θα έρθει ο φίλος του•

    если бы не дождь, мы бы гуляли αν δεν έβρεχε, θα πηγαίναμε περίπατο•

    если не каждый день, то через день αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα πάρα μέρα•

    если бы да кабы (αστ.) ο νάχας και ο θάχας (πέθαναν)• если (уж) на то пошло μια και (εφόσον) η υπόθεση έφτασε ως εκεί•

    что если (бы)? τι θα; (γινόταν, έκανες, έλεγες κ.τ.τ.)• даже если ακόμα κι αν•

    если только αρκεί μόνο.

    Большой русско-греческий словарь > если

  • 19 живописный

    επ.
    βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. ζωγραφικός.
    2. γραφικός, θελκτικός.
    3. μτφ. (για ύφος) περιγραφικός, ζωντανός, εκφραστικός.

    Большой русско-греческий словарь > живописный

  • 20 красноречивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о.
    1. ευφραδής, εύγλωττος, εύστομος.
    2. εκφραστικός•

    -ое письмо εκφραστικό γράμμα•

    красноречивый взгляд εκφραστική ματιά (που τα μαρτυρεί όλα).

    3. αποδεικτικός, πειστικός• ζωντανός•

    красноречивый факт πειστικό γεγονός.

    Большой русско-греческий словарь > красноречивый

См. также в других словарях:

  • ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… …   Dictionary of Greek

  • ζωντανός — ή, ό 1. αυτός που ζει: Γύρισε ζωντανός από τον πόλεμο. 2. δραστήριος: Ζωντανός άνθρωπος. 3. παραστατικός: Ζωντανή περιγραφή. 4. ωμός: Το κρέας το φάγαμε ζωντανό. 5. ως ουσ., ζωντανό, το το ζώο: Τάισε τα ζωντανά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωντανεύω — [ζωντανός] 1. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τόν αναζωογονώ, τόν ξαναζωντανεύω 2. μτφ. περιγράφω ή απεικονίζω κάτι με τόση παραστατικότητα, ώστε ο ακροατής, ο αναγνώστης ή ο θεατής να νομίζει ότι το βλέπει πράγματι να εξελίσσεται μπροστά του 3.… …   Dictionary of Greek

  • βιογένεση — Στη βιολογία, θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ζωντανός οργανισμός προέρχεται από άλλον οργανισμό με τον οποίο έχει μεγάλες ομοιότητες (ομοιογένεση). Η αρχή της β., omne vivum ex vivo, δηλαδή κάθε ζωντανό από ζωντανό διατυπώθηκε από τον Όσκαρ… …   Dictionary of Greek

  • έμψυχος — η, ο (AM ἔμψυχος, ον) αυτός που έχει ψυχή, ζωή, κίνηση, ο ζωντανός («μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για λόγο) ζωηρός, ζωντανός, δυνατός 2. κρύος, ψυχρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἔμψυχα τα ζώα. επίρρ... εμψύχως ψυχωμένα, ζωηρά, δυνατά …   Dictionary of Greek

  • ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …   Dictionary of Greek

  • έμβιος — ο (AM ἔμβιος, ον) αυτός που έχει μέσα του ζωή, ζωντανός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμβιος γένος εμβιόπτερων εντόμων αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες τής ζωής μετά το κόψιμο και μπορεί να μεταφυτευθεί 2. ισόβιος …   Dictionary of Greek

  • έναυδος — ἔναυδος, ον (Α) 1. αυτός που έχει φωνή, που μιλεί, ζωντανός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔμπνους, φωνήεις» …   Dictionary of Greek

  • ένσωμος — η, ο (AM ἔνσωμος, ον) [σώμα] ενσώματος μσν. αισθητός, ζωντανός αρχ. φρ. «ἔνσωμος φράσις» έκφραση που αναφέρεται με άμεσο τρόπο στα πράγματα, στην ουσία …   Dictionary of Greek

  • αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυφος — η, ο (Α ἀνάγλυφος, ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη 2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα 3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο* νεοελλ. 1. λέγεται επίσης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»