-
1 ζωμο-ποιός
ζωμο-ποιός, ὁ, der Brühe od. Suppe bereitet, Plut. Lac. apophth. Archidam.
-
2 ζωμοποιός
ζωμο-ποιός, ὁ, der Brühe od. Suppe bereitet -
3 ζωμοποιος
См. также в других словарях:
παστοποιοί — οἱ, Μ αυτοί που παρασκεύαζαν ζωμό αλφίτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστός (II) + ποιός*] … Dictionary of Greek